pattern

Επιρρήματα Αξιολόγησης και Συναισθήματος - Επιρρήματα Επίκλησης Αρνητικών Συναισθημάτων

Αυτά τα επιρρήματα υποδηλώνουν ότι προκαλείται σε κάποιον ένα αρνητικό ή δυσάρεστο συναίσθημα, όπως «ενοχλητικά», «ενοχλητικά», «ανησυχητικά» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Evaluation and Emotion
annoyingly

in a manner that causes irritation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyingly"
disturbingly

in a manner that causes discomfort or unease

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disturbingly"
embarrassingly

in a manner that causes feelings of shame, self-consciousness, or awkwardness

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "embarrassingly"
disappointingly

in a manner that is not as one had hoped for

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disappointingly"
horrifyingly

in a manner that causes extreme fear or shock

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrifyingly"
confusingly

in a way that makes things unclear or difficult to understand

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "confusingly"
disgustingly

in a way that is extremely unpleasant, causing a strong feeling of revulsion or discomfort

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgustingly"
frighteningly

in a manner that causes intense fear

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frighteningly"
worryingly

in a way that causes concern or anxiety

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worryingly"
unpleasantly

in a manner that is not pleasing or agreeable

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unpleasantly"
depressingly

in a manner that causes feelings of sadness or hopelessness

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "depressingly"
menacingly

in a manner that suggests a threat or danger

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "menacingly"
suspiciously

in a manner that arouses doubt, mistrust, or a feeling that something may be wrong or dishonest

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suspiciously"
alarmingly

in a manner that causes sudden concern or fear

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alarmingly"
shockingly

in a way that causes great surprise, astonishment, or disbelief

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shockingly"
horribly

in a manner that is extremely unpleasant or terrifying

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horribly"
scarily

in a manner that causes fear or anxiety

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scarily"
offensively

in a manner that causes anger, resentment, or hurt feelings, often due to being disrespectful or inappropriate

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "offensively"
flagrantly

in a manner that is openly or blatantly offensive, unmistakably violating rules, norms, or standards

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flagrantly"
provocatively

in a manner that causes anger or argument, particularly intentionally

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "provocatively"
pathetically

in a way that arouses sympathy, pity, or sadness

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathetically"
terrifyingly

in a manner that causes intense fear, horror, or anxiety

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrifyingly"
devastatingly

in a manner that causes severe and overwhelming destruction or emotional pain

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "devastatingly"
appallingly

in a manner that is shockingly unpleasant or morally offensive, causing intense disapproval

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appallingly"
chillingly

in a manner that is deeply unsettling or unnerving, causing a shiver of fear or discomfort

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chillingly"
frustratingly

in a manner that causes feelings of annoyance or disappointment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frustratingly"
horrifically

in a manner that is shockingly dreadful, causing extreme fear or revulsion

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "horrifically"
creepily

in a manner that evokes a feeling of unease, fear, or discomfort

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creepily"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek