pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Ανθρώπους - Επιρρήματα αδυναμίας

Αυτά τα επιρρήματα περιγράφουν ενέργειες που γίνονται από έλλειψη δύναμης για να αντισταθούν ή να αντισταθούν σε μια δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των "ανήμπορα", "δειλά", "απελπισμένα" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Humans
helplessly

without the ability to take action or control a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helplessly"
compulsively

in a manner characterized by repeated and irresistible engagement in a behavior or activity

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsively"
desperately

in a way that reflects a sense of urgency, intense need, or extreme desire, often followed by a feeling of hopelessness

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "desperately"
irresistibly

in a way that is impossible to resist or refuse due to its powerful appeal or attraction

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresistibly"
cowardly

in a manner characterized by lack of courage or bravery

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cowardly"
sheepishly

in a manner that shows one's embarrassment or shame

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sheepishly"
irresponsibly

in a manner lacking a sense of duty, often characterized by carelessness

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irresponsibly"
stupidly

in a manner characterized by a lack of intelligence, common sense, or good judgment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stupidly"
foolishly

in a manner lacking wisdom or sound judgment

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foolishly"
naively

in a manner that shows a lack of experience or wisdom

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naively"
impatiently

in a manner that reflects a strong desire for quick action or results

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impatiently"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek