pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Ανθρώπους - Επιρρήματα Τρόπου Δαπάνης

Αυτά τα επιρρήματα περιγράφουν οικονομικές συμπεριφορές ανθρώπων ή το κόστος των αντικειμένων, όπως "ακριβά", "εξωφρενικά", "οικονομικά" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Humans
expensively

in a way that requires a lot of money to obtain or purchase

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "expensively"
richly

in a very nice, fancy, high-quality, and often expensive manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "richly"
lavishly

in a very fancy and expensive way

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lavishly"
luxuriously

in a way that is comfortable, elegant, and involves the enjoyment of wealth

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luxuriously"
opulently

in a manner characterized by great wealth and abundance

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opulently"
sumptuously

in a very fancy and excessive manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sumptuously"
extravagantly

in an extremely fancy way, often involving spending a lot of money or resources

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extravagantly"
generously

in a way that shows a willingness to give or share without expecting anything in return

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generously"
greedily

in a manner that shows an intense and excessive desire for more

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "greedily"
inexpensively

in a manner that involves low cost or affordable pricing

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inexpensively"
cheaply

in a manner characterized by minimal expense

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cheaply"
for free

without requiring any form of compensation or exchange

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for free"
sparingly

in a limited or controlled manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sparingly"
frugally

in an economical manner, emphasizing the wise and efficient use of resources, especially money

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frugally"
economically

in a manner that manages and uses resources carefully

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "economically"
thriftily

in a manner characterized by careful spending, emphasizing economical use of resources

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thriftily"
modestly

in a humble and simple manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modestly"
affordably

in a manner that is within one's financial means

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "affordably"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek