pattern

Επιρρήματα Τρόπου Σχετικά με Ανθρώπους - Επιρρήματα Δύναμης και Αδυναμίας

Αυτά τα επιρρήματα περιγράφουν πόσο έντονα ή αδύναμα γίνεται μια ενέργεια, όπως "δυναμικά", "δυνατώς", "ασθενώς" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Categorized Adverbs of Manner Referring to Humans
strongly

with a high degree of force or strength

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strongly"
potently

in an effective and powerful manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "potently"
powerfully

in a manner that has great force or strength

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "powerfully"
robustly

in a way that is strong, sturdy, or capable of withstanding force or pressure

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "robustly"
athletically

in a way that shows one's physical strength, skill, or agility

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "athletically"
sturdily

in a strong or durable manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sturdily"
vociferously

in a loud, noisy, or passionate manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vociferously"
emphatically

in a way that strongly emphasizes or makes a point very clear

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "emphatically"
strenuously

with great effort, energy, or intensity

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strenuously"
vigorously

in a strong, energetic, or intense manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vigorously"
forcefully

with power or emphasis

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forcefully"
mightily

with great power, force, or intensity

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mightily"
weakly

in a way that is lacking in strength, energy, or force

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weakly"
feebly

with little strength, energy, or force

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feebly"
frailly

in a manner that is physically weak, delicate, or easily broken or injured

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frailly"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek