pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Up' - Ύπνος, Προστασία ή Σύνδεση

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Up'
to back up

to support someone or something

υποστηρίζω, στηρίζω

υποστηρίζω, στηρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to back up"
to get up

to wake up and get out of bed

Ξυπνάω, Σηκώνομαι

Ξυπνάω, Σηκώνομαι

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get up"
to hook up

to link or connect someone or something to another device or system

συνδέω, ενοποιώ

συνδέω, ενοποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hook up"
to prop up

to provide financial or material support to an organization, system, or person to prevent failure

στηρίζω, υποστηρίζω

στηρίζω, υποστηρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prop up"
to sit up

to stay awake beyond the usual or expected time

ξενυχτώ, καθάμαι ξύπνιος

ξενυχτώ, καθάμαι ξύπνιος

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sit up"
to stand up for

to defend or support someone or something

υπερασπίζομαι, στηρίζω

υπερασπίζομαι, στηρίζω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand up for"
to stay up

to choose not to go to bed and remain awake

μένω ξύπνιος, παραμένω ξύπνιος

μένω ξύπνιος, παραμένω ξύπνιος

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stay up"
to wait up

to stay awake and wait for someone to come

περιμένω, κρατώ ξύπνιο

περιμένω, κρατώ ξύπνιο

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wait up"
to wake up

to no longer be asleep

ξυπνάω, ξυπνώ

ξυπνάω, ξυπνώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wake up"
to wire up

to connect something to electrical equipment using wires

συνδέω ηλεκτρικά, κολλάω με καλώδια

συνδέω ηλεκτρικά, κολλάω με καλώδια

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wire up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek