pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Up' - Αντιμετωπίζοντας, Επιτρέποντας ή Περιορίζοντας

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Up'
to bear up

to face challenges with a positive attitude

αντέχω, υπομένω

αντέχω, υπομένω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bear up"
to ease up on

to soften one's approach by becoming more understanding

να χαλαρώσουν την προσέγγιση τους, να γίνουν πιο κατανοητοί

να χαλαρώσουν την προσέγγιση τους, να γίνουν πιο κατανοητοί

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ease up on"
to face up to

to confront and deal with a difficult or unpleasant situation directly and courageously

Αντιμετωπίζω, Καταπροσωπoποιώ

Αντιμετωπίζω, Καταπροσωπoποιώ

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to face up to"
to free up

to make something available by removing restrictions or allowing it to be used for a different purpose

απελευθερώνω, διαθέτω

απελευθερώνω, διαθέτω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to free up"
to open up

to make something available, possible, or reachable, often by creating new opportunities or access points

ανοίγω (anoígo), δημιουργώ ευκαιρίες (dimiourgó efkaríes)

ανοίγω (anoígo), δημιουργώ ευκαιρίες (dimiourgó efkaríes)

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to open up"
to tighten up

to make something much more strict or limited

σφίγγω, σφίγγω αυστηρά

σφίγγω, σφίγγω αυστηρά

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tighten up"
to pass up

to refuse to accept an opportunity or offer

απορρίπτω, παραιτούμαι από

απορρίπτω, παραιτούμαι από

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass up"
to put up with

to tolerate something or someone unpleasant, often without complaining

ανέχομαι, υπομένω

ανέχομαι, υπομένω

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put up with"
to run up against

to encounter a problem or a difficult situation

συναντώ ένα πρόβλημα, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση

συναντώ ένα πρόβλημα, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run up against"
to stand up to

to courageously confront and resist someone or something, refusing to be controlled

αντιστέκομαι σε, αντιτάσσομαι σε

αντιστέκομαι σε, αντιτάσσομαι σε

Google Translate
[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stand up to"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek