pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Up' - Αύξηση ή Μείωση

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Up'
to build up

to become more powerful, intense, or larger in quantity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to build up"
to bump up

to increase something, such as a quantity, level, or value

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bump up"
to creep up

to gradually add to the amount, number, price, etc. of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to creep up"
to ease up

to reduce pressure, intensity, or pace of something to make someone feel more at ease

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ease up"
to flare up

to suddenly become more intense, especially in terms of a situation or conflict

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flare up"
to go up

to increase in value, extent, amount, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go up"
to hurry up

to act more quickly because there is not much time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hurry up"
to kick up

to increase the price of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to kick up"
to let up

to become less intense or strong

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to let up"
to pick up

to experience a positive rise in something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pick up"
to pile up

to increase in amount or quantity over time

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pile up"
to pump up

to increase or enhance something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pump up"
to push up

to cause an increase in the amount, number, or value of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to push up"
to rev up

to increase the speed of an engine

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rev up"
to run up

to cause the cost or value of something to increase

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run up"
to send up

to cause the value or price of something to rise

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to send up"
to shoot up

(of an amount or price) to increase rapidly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shoot up"
to slow up

to decrease in speed or pace

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slow up"
to speed up

to become faster

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to speed up"
to step up

to increase the size, amount, intensity, speed, etc. of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to step up"
to turn up

to turn a switch on a device so that it makes more sound, heat, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to turn up"
to scale up

to cause an increase in the amount, size, or significance of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scale up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek