pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Up' - Προσθήκη ή Συμπλήρωση

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Up'
to add up to

to amount to a particular total

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to add up to"
to fill up

to make something become full

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fill up"
to fit up

to fully supply with equipment, clothes, food, or other necessities

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fit up"
to load up

to fill or place a significant amount of weight or quantity onto something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to load up"
to plump up

to make something fuller or fluffier by shaking or adjusting it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to plump up"
to pump up

to inject air into an object using a tool

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pump up"
to spice up

to add spices or flavorful ingredients to a dish to give it more flavor

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spice up"
to top up

to add more liquid to someone's glass or cup

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to top up"
to tot up

to calculate and find the total by adding together various numbers or amounts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tot up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek