pattern

Φραστικά Ρήματα με Χρήση του 'Up' - Βλάβη, κριτική ή κλοπή

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Phrasal Verbs With 'Up'
to bang up

to cause harm to someone or something in a violent manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bang up"
to batter up

to cause harm to someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to batter up"
to beat up

to physically attack someone, often with repeated blows

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat up"
to beat up on

to unfairly and harshly criticize someone for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to beat up on"
to burn up

to be entirely destroyed by fire

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to burn up"
to screw up

to ruin a situation through mistakes or poor judgment

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to screw up"
to smash up

to cause significant damage to something, often with force or violence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smash up"
to blow up

to cause something to explode

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blow up"
to run up on

to unexpectedly and aggressively confront someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to run up on"
to mop up

to deal with and eliminate the last few people who resist or oppose one

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mop up"
to stick up

to rob someone using a weapon or some form of threat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stick up"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek