pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Κοινωνία

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για την Κοινωνία, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
caste

a system that divides the people of a society into different social classes based on their wealth, privilage, or profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "caste"
anomie

a state of having no moral or social principles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anomie"
civics

the study of the rights and responsibilities of citizens in society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "civics"
denizen

a resident in a particular place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "denizen"
global village

‌the whole world considered as a small place because of being closely connected by modern communication systems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "global village"
grass roots

the ordinary people with a common interest who form the foundation of a movement, organization, or political party

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grass roots"
intersectionality

a concept that recognizes how different forms of discrimination and oppression, such as race, gender, and class, interact with each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intersectionality"
othering

the act of defining and labeling individuals or groups as different from oneself or the dominant social group

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "othering"
polity

a political organization of a group of people with a shared identity that is part of a larger political system itself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polity"
commoner

a person that does not belong to the upper class of the society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "commoner"
inferior

a person with a lower position than someone else

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inferior"
fundraiser

a social event held with the intention of raising money for a charity or political party

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fundraiser"
soiree

an elegant gathering or party that is usually held in the evening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soiree"
public spirit

a sense of community concern and willingness to contribute to the public good

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "public spirit"
social capital

the collective value of social networks and the inclinations that arise from these networks to do things for each other

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social capital"
marginalization

treating certain people or groups as less important, often leaving them out or limiting their opportunities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marginalization"
subjugation

the act of bringing individuals or groups under control, often through oppressive measures, within a societal context

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "subjugation"
meritocracy

a societal system where success is determined by individual skill and ability rather than factors like wealth or social status

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meritocracy"
matriarchy

a society where women have primary authority and leadership roles

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "matriarchy"
pluralism

the presence and acceptance of diverse groups within a society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pluralism"
patriarchy

a social system in which the father or the eldest male is in charge of the family and his possessions or power are passed to a male heir

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "patriarchy"
stratification

the uneven distribution of resources and opportunities among different social groups in society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stratification"
socioeconomic

referring to factors or conditions that involve both social and economic aspects

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "socioeconomic"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek