pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για την Εξέταση SAT - Προκλήσεις και Αγώνες

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με προκλήσεις και αγώνες, όπως "strive", "feat", "persist" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να περάσετε τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Exam Essential Vocabulary
to withstand

to resist or endure the force, pressure, or challenges imposed upon oneself

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to withstand"
to tolerate

to allow something one dislikes, especially certain behavior or conditions, without interference or complaint

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tolerate"
to struggle

to engage in a violent fight with someone, especially to get out of a difficult situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to struggle"
to tackle

to try to deal with a difficult problem or situation in a determined manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tackle"
to encounter

to be faced with an unexpected difficulty during a process

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encounter"
to confront

to face or deal with a problem or difficult situation directly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to confront"
to strive

to make great efforts or struggle in opposition, often in contention or dispute

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to strive"
to grapple

to engage in a determined effort to confront and resolve a problem or obstacle

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grapple"
to resort

to turn to or use something as a solution or means of help, especially as a last option

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resort"
to persevere

to continue a course of action, especially in the face of difficulty or with little or no prospect of success

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persevere"
to endeavor

to make an effort to achieve a goal or complete a task

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endeavor"
to toil

to work extremely hard and persistently, often with great effort and dedication

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to toil"
to persist

to continue a course of action with determination, even when faced with challenges or discouragement

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to persist"
to rival

to be equal to or compete closely with someone or something in terms of skill, ability, or performance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to rival"
to endure

to persist through difficult or painful experiences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to endure"
to concede

to admit defeat in a competition, election, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to concede"
to overwhelm

to overcome completely with a great, often excessive, amount of force, emotion, or challenges

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overwhelm"
to withdraw

to pull back or move away from a position or situation, often in response to a threat or unfavorable conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to withdraw"
to succumb

to surrender to a superior force or influence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succumb"
obstacle

a situation or problem that prevents one from succeeding

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obstacle"
barricade

a defensive barrier erected during wartime to obstruct enemy movement and provide protection for defending forces

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barricade"
impediment

anything that blocks or slows progress

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impediment"
burden

a responsibility or task that causes hardship, stress, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "burden"
tightrope

a situation where one must navigate carefully to avoid problems or failure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tightrope"
adversity

a situation marked by hardship or misfortune

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adversity"
calamity

an event causing great and often sudden damage, distress, or destruction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calamity"
drawback

a disadvantage or the feature of a situation that makes it unacceptable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drawback"
mishap

an unexpected and unlucky event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mishap"
dilemma

a situation that is difficult because a choice must be made between two or more options that are equally important

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dilemma"
disturbance

an event or situation that interrupts or disrupts the normal state or functioning of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disturbance"
conundrum

a problem or question that is confusing and needs a lot of skill or effort to solve or answer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conundrum"
turmoil

a state of extreme disturbance that causes a lot of worry and uncertainty

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turmoil"
barrier

an obstacle that separates people or hinders any progress or communication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barrier"
fault line

an area of vulnerability in a system, organization, or relationship that could lead to significant problems or breakdowns

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fault line"
strain

a challenging situation or pressure that causes difficulty or tension

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strain"
travail

an effort involving significant physical or mental work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travail"
feat

an impressive or remarkable achievement or accomplishment, often requiring great skill or strength

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feat"
resilient

able to recover quickly from difficult situations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resilient"
persistent

continuing to do something despite facing criticism or difficulties

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persistent"
cumbersome

challenging to manage or move due to size, weight, or awkward shape

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cumbersome"
unbearable

causing extreme discomfort or distress that is difficult to endure

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unbearable"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek