pattern

Απαραίτητο Λεξιλόγιο για την Εξέταση SAT - Λογοτεχνικές λέξεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λογοτεχνικές λέξεις, όπως "connive", "pathos", "semblance" κ.λπ. που θα χρειαστείτε για να άσσος τα SAT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Exam Essential Vocabulary
acquirement

an ability or skill that has been developed through training or practice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "acquirement"
versed

knowledgeable or skilled in a particular field or activity, typically as a result of experience or study

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "versed"
intrepid

very courageous and not afraid of situations that are dangerous

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intrepid"
temerity

the quality of being foolishly or rudely bold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temerity"
evenhanded

fair in judgment or treatment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evenhanded"
accursed

condemned to suffer or face misfortune as a result of supernatural punishment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accursed"
trying

difficult to deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trying"
taxing

demanding or requiring a considerable amount of effort and energy to deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taxing"
garb

the clothes or attire that someone wears, often chosen for a specific occasion or purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garb"
order

a group of people organized together because they share similar interests or goals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "order"
heather

yarn or fabric with mixed colors that create muted greyish shades, often with flecks of other colors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heather"
clump

a tightly packed or clustered group or mass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clump"
feast

a meal with fine food or a large meal for many people celebrating a special event

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "feast"
bristle

a short and thick hair

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bristle"
sundry

a collection of different kinds of items gathered together without any particular order

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sundry"
modicum

a relatively small degree of a good and desirable thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modicum"
to attend

to manage or take care of a situation, task, or responsibility successfully

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attend"
to trail

to be pulled along by a leading force

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to trail"
tippler

a person who regularly enjoys drinking alcohol, often seen indulging in social settings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tippler"
melancholy

a feeling of long-lasting sadness that often cannot be explained

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "melancholy"
queer

unusual or deviating from what is considered conventional or expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "queer"
stale

lacking freshness or excitement due to overuse, age, or repetition

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stale"
stilted

showing a formal stiffness, often without a natural flow

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stilted"
bosom

a person's chest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bosom"
prow

the forward part of a ship or boat, typically pointed and leading ahead through the water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prow"
to abash

to make someone feel uneasy and ashamed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to abash"
to connive

to secretly cooperate or conspire with others, typically to commit wrongdoing or deceit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to connive"
bondsman

a person who signs a bond to guarantee another's fulfillment of obligations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bondsman"
to flounder

to move clumsily or struggle while walking

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to flounder"
throng

a large number of people assembled together in a place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "throng"
to ransack

to search a place thoroughly, often in a rough or disorderly manner, especially with the intention of stealing or causing damage

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to ransack"
to demur

to express one's disagreement, refusal, or reluctance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to demur"
to accost

to approach or address someone aggressively or boldly, often with an intent to engage in conversation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accost"
despondency

the state of being unhappy and despairing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "despondency"
deprecatory

characterized by remarks or actions that diminish or belittle something's value or significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deprecatory"
to slight

to treat someone disrespectfully by showing a lack of attention or consideration

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to slight"
indigo

having a rich color between dark blue and purple

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indigo"
pyre

a large stack of wood used for burning the body of a dead person at a funeral

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pyre"
mirth

a feeling of happiness, joy, or amusement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mirth"
to croon

to sing in a soft, gentle, and melodious manner, often with a sentimental or romantic tone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to croon"
to await

to wait for something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to await"
listlessly

in a manner lacking energy, enthusiasm, or interest

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "listlessly"
stately

impressive and great in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stately"
to wend

to travel or proceed on a course, especially slowly or indirectly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wend"
to languish

to fail to be successful or make any progress

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to languish"
to wince

to show a facial expression that signifies shame or pain

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wince"
tempest

a strong and violent storm characterized by high winds, heavy rain, thunder, and lightning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tempest"
trace

an indication or evidence of the former presence or existence of something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trace"
spoiled

(of a person) displaying a childish behavior due to being treated very well or having been given everything they desired in the past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spoiled"
smouldering

related to a state of intense or suppressed anger that is simmering beneath the surface, often not openly expressed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smouldering"
daredevil

reckless and willing to do dangerous things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daredevil"
bower

a pleasant shady place under trees or climbing plants in a garden or wood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bower"
to sequester

to isolate or separate something or someone from outside influence or contact

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to sequester"
basely

in a manner that is dishonorable, mean, or morally low

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basely"
to acquit

to officially decide and declare in a law court that someone is not guilty of a crime

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to acquit"
leave

a formal permission to do something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leave"
to apostrophize

to directly address someone or something in a passionate or emotional manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to apostrophize"
to swoon

to faint or lose consciousness temporarily, often due to strong emotion, heat, or exhaustion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to swoon"
wreath

a circular arrangement of flowers, leaves, or other materials, often used as a decoration or tribute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wreath"
to blight

to spoil, harm, or destroy something, such as a plant, crop, or place, typically due to disease, pests, or unfavorable conditions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to blight"
stringent

(of a law, regulation, rule, etc.) extremely limiting and strict

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stringent"
stubble

the leftover plant material, like seed coverings and bits of stem or leaves, remaining after crops are harvested

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stubble"
pathos

a quality that evokes deep emotions, particularly feelings of pity, sorrow, or empathy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pathos"
vatic

describing someone or something having qualities associated with prophecy or foresight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vatic"
anon

used to indicate that something will happen or be done soon, without delay

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anon"
edifice

a large, imposing building, especially one that is impressive in size or appearance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "edifice"
to evince

to clearly show that one has a quality or a feeling about someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to evince"
semblance

a condition or situation that is similar or only appears to be similar to something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semblance"
injudiciously

in a manner that lacks good judgment or discretion

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injudiciously"
clad

wearing clothes, especially in a particular manner or material

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clad"
tavern

a place where alcoholic drinks and sometimes food are served, often for socializing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tavern"
to gainsay

to disagree or deny that something is true

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to gainsay"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek