pattern

Χερσαία Μεταφορά - Εξαρτήματα και πρόσθετα κινητήρα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με εξαρτήματα κινητήρα και πρόσθετα όπως "κιβώτιο ταχυτήτων", "καρμπυρατέρ" και "φίλτρο λαδιού".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Land Transportation
internal combustion engine

a type of motor that burns fuel inside cylinders to generate power for vehicles or machinery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "internal combustion engine"
crankshaft

a shaft that converts the up and down motion of the pistons into rotational motion

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crankshaft"
gearbox

a system of gears that transmits power from the engine to the wheels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gearbox"
combustion chamber

the part of an engine where fuel is burned to produce energy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combustion chamber"
manifold

a part that directs exhaust gases from the engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manifold"
radiator

a device that cools the engine by transferring heat from the coolant to the air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "radiator"
spark plug

a device that ignites the fuel-air mixture in the engine cylinders

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spark plug"
throttle

a device that controls the amount of fuel-air mixture entering the engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "throttle"
distributor

a device that routes high-voltage electricity to the spark plugs in the correct firing order

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "distributor"
battery

an object that turns chemical energy to electricity to give power to a device or machine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "battery"
carburetor

a device that mixes air and fuel for internal combustion engines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carburetor"
choke

a device in a carburetor that restricts airflow to enrich the fuel-air mixture for starting a cold engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "choke"
fan belt

a belt that drives the engine cooling fan and other accessories like the alternator and power steering pump

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fan belt"
muffler

a device that reduces noise from the exhaust system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muffler"
dipstick

a tool for measuring the level of oil in an engine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dipstick"
oil filter

a filter that removes contaminants from engine oil

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oil filter"
motor oil

the lubricating oil used in internal combustion engines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor oil"
antifreeze

a liquid added to the engine coolant to prevent freezing and overheating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antifreeze"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek