pattern

Σώμα - Το Αναπαραγωγικό Σύστημα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το αναπαραγωγικό σύστημα, όπως «ωοθήκη», «όρχις» και «γεννητικά όργανα».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Body
penis

the male erectile sex organ that is used for urinating or copulation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "penis"
testicle

each of the pair of oval reproductive organs that produce sperm, enclosed in a sack of skin, in the male body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "testicle"
scrotum

a pouch of skin that houses the testicles in the male reproductive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scrotum"
vas deferens

a long, narrow tube that transports sperm from the epididymis to the urethra in the male reproductive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vas deferens"
epididymis

a tightly coiled tube that stores and transports mature sperm in the male reproductive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epididymis"
semen

a fluid containing sperm and various secretions from the male reproductive organs, ejaculated during sexual intercourse for the purpose of fertilization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "semen"
sperm cell

a small, specialized reproductive cell in the male body that fertilizes the female egg during sexual reproduction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sperm cell"
prostate

a gland in the male body that produces fluid for semen and surrounds the urethra, aiding in urine control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prostate"
phallus

the external reproductive organ in males, commonly known as the penis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phallus"
seminal fluid

the fluid that is produced by the male reproductive system, containing sperm cells and various substances

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seminal fluid"
ejaculatory duct

a short duct that connects the vas deferens and the urethra, serving as a conduit for seminal fluid during ejaculation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ejaculatory duct"
cervix

(anatomy) the narrow outer opening of the womb or uterus of a female

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cervix"
ovary

either of the two organs in women or female animals that produce eggs for reproduction

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ovary"
uterus

(anatomy) the organ in the female body where the fetus is conceived and grown before being born

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uterus"
vagina

(anatomy) the muscular passage in the female body between the outer sex organs and the uterus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vagina"
clitoris

(anatomy) a small erectile part of the female genitalia that becomes larger when sexually stimulated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clitoris"
hymen

a thin membrane located at the entrance of the vagina, often associated with female virginity, but its presence and appearance vary among individuals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hymen"
vulva

the external female genitalia, including the labia, clitoris, vaginal opening, and urethral opening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vulva"
labia majora

the two outer, larger folds of skin and tissue that enclose and protect the vaginal opening in the female genitalia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "labia majora"
labia minora

the inner, smaller folds of skin and tissue within the female genitalia that surround the vaginal opening and the clitoral hood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "labia minora"
introitus

the entrance or opening of a body cavity, particularly the vaginal opening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "introitus"
fallopian tube

a slender tube connecting the ovary to the uterus in the female reproductive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fallopian tube"
womb

the part of the body of a woman or female mammal where the baby develops before birth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "womb"
oviduct

(anatomy) each of the pair of tubes in the female body through which eggs pass to the ovary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oviduct"
pudendum

the external genitalia of the female reproductive system, encompassing the labia, clitoris, vaginal opening, and urethral opening

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pudendum"
glans

the rounded, sensitive tip or head of the penis or clitoris

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glans"
genitals

the external sex organs of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "genitals"
gamete

a special cell used for reproduction, with sperm cells being the male gametes and egg cells being the female gametes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gamete"
sex cell

a specialized reproductive cell carrying half the genetic material of an individual

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sex cell"
sex organ

a specialized anatomical structure involved in sexual reproduction and the expression of sexual characteristics

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sex organ"
prepuce

the foreskin, is a retractable fold of skin that covers the tip of the penis in males and the clitoral hood in females

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prepuce"
prostate

a gland in the male body that produces fluid for semen and surrounds the urethra, aiding in urine control

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prostate"
septum

a wall in the ovary, is a thickened structure that separates the ovarian tissue into distinct compartments or cysts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "septum"
breast

either of the two round and fleshy parts on a woman's chest that produce milk after childbirth

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breast"
seminal duct

a long, muscular tube that transports sperm from the epididymis to the ejaculatory duct in the male reproductive system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seminal duct"
placenta

an organ that forms during pregnancy, connecting the developing fetus to the uterus, providing essential nutrients and oxygen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "placenta"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek