pattern

Σώμα - Γενικές λέξεις που σχετίζονται με το σώμα

Εδώ θα μάθετε μερικές γενικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το σώμα, όπως «κορμός», «όργανο» και «αγωγός».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Body
anatomy

the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anatomy"
organ

any vital part of the body which has a particular function

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organ"
orifice

a hole or external opening in the body, such as an ear canal or the anus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "orifice"
flesh

the soft parts of the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flesh"
fat

a substance in the bodies of animals and humans, stored under the skin, which helps them keep warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fat"
torso

the upper part of the human body, excluding the arms and the head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "torso"
trunk

the body of an animal or human, except the limbs and head

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trunk"
nervous system

the network of neurons and fibers that interpret stimuli and transmit impulses from the body to the brain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nervous system"
hormone

a chemical substance produced in the body of living things influencing growth and affecting the functionality of cells or tissues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hormone"
bone marrow

the soft substance that fills the cavities of bones, which is either yellowish and consists of fat cells or reddish and makes blood cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bone marrow"
duct

a tubular passage in the body through which liquid, such as tears or bile, can pass

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duct"
mucus

a thick slimy substance produced by mucous membranes, inside the nose or the mouth, to lubricate and protect them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mucus"
mucus membrane

a thin, moist tissue that lines body cavities like the respiratory, digestive, and reproductive tracts, producing mucus for protection and lubrication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mucus membrane"
phlegm

the thick mucus that is formed in the nasal and throat cavities, usually secreted in excessive amounts as a result of common cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phlegm"
lymphatic system

a network that collects and transports lymph, supporting immune function and fluid balance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lymphatic system"
bloodstream

the blood that circulates through the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bloodstream"
circulation

the flow and movement of blood around and in all parts of the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "circulation"
pulse

the rhythmic beating of the blood vessels created when the heart pumps, especially felt on the wrist or at the sides of the neck

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pulse"
metabolism

the chemical processes through which food is changed into energy for the body to use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "metabolism"
breath

the air taken into or sent out from the lungs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breath"
breathing

the action of taking air into the lungs and sending it out again

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breathing"
inhalation

the intake of air or a substance into the lungs through the process of breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inhalation"
airway

the anatomical structures, including the nose, mouth, throat, and lungs, that allow for the passage of air during breathing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "airway"
hilum

the entrance or exit point on an organ where blood vessels, nerves, and other structures are connected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hilum"
membrane

a thin sheet of tissue that separates or covers the inner parts of an organism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "membrane"
sinus

a large blood channel without the standard vessel lining

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinus"
tissue

a group of cells in the body of living things, forming their different parts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tissue"
cell

an organism's smallest unit, capable of functioning on its own

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cell"
gastrointestinal tract

the long, hollow organ system that extends from the mouth to the anus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gastrointestinal tract"
vestibule

a small, enclosed space or chamber at the entrance of a body cavity, such as the mouth or nose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vestibule"
dorsum

the upper or posterior surface of a body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dorsum"
lobe

(anatomy) a rounded part of an organ, such as, lungs or brain that seems to be separate in some way from the rest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lobe"
duodenal

affecting or relating to the top part of the small intestine, called duodenum

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "duodenal"
intestinal

relating to the intestines, which are part of the digestive system responsible for absorbing nutrients and removing waste from the body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intestinal"
jugular

located in or connected with the throat or neck

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jugular"
motor

(anatomy) connected with the neurons that control the muscle movements

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motor"
muscular

relating to or affecting the muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
nasal

(anatomy) connected with the nose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nasal"
oral

related to or occurring in the mouth or the oral cavity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oral"
pancreatic

relating to the organ that controls blood sugar, called pancreas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pancreatic"
pelvic

(anatomy) connected with the curved set of bones at the bottom of the body, called pelvis

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pelvic"
physically

in relation to the body as opposed to the mind

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "physically"
renal

relating to the kidneys or their function

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "renal"
retinal

(anatomy) connected with the sensory part of the eye that sends signals to the brain, called retina

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "retinal"
spinal

relating to or forming the spine

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spinal"
uterine

relating to the uterus, the organ in the female reproductive system where fetal development occurs during pregnancy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uterine"
vertebral

(anatomy) related to any of the series of the bones from the back, called vertebra

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vertebral"
to jaw

to use teeth to break down food into smaller pieces

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jaw"
cranial

relating to the skull or the part of the body enclosing the brain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cranial"
to metabolize

to break down substances like food or drugs to produce energy or support various bodily functions

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to metabolize"
temporal

associated with or located in the region of the temples, which are the sides of the head above the ears

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temporal"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek