pattern

Σώμα - Το Ανοσοποιητικό Σύστημα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα, όπως "αντίσωμα", "βασόφιλο" και "λεμφοκύτταρο".

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Body
white blood cell

one of the many cells that protects the body against diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "white blood cell"
antibody

a blood protein produced to fight diseases or infections, or in response to foreign substances in the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antibody"
antigen

any foreign substance in the body that can trigger a response from the immune system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antigen"
basophil

a type of white blood cell involved in allergic reactions and immune responses in the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basophil"
lymphocyte

a type of white blood cell involved in the immune response, responsible for recognizing and destroying foreign invaders in the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lymphocyte"
B lymphocyte

an immune cell that produces antibodies to help protect the body against infections

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "B lymphocyte"
T lymphocyte

a type of white blood cell that plays a central role in the immune response by recognizing and attacking infected or abnormal cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "T lymphocyte"
antigen-presenting cell

a type of immune cell that displays foreign antigens on its surface to activate other cells of the immune system, such as T cells and B cells, to mount an immune response against the pathogen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antigen-presenting cell"
cytokine

a small protein that regulates immune responses and cell communication in the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cytokine"
monocyte

a type of white blood cell involved in immune responses and inflammation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monocyte"
memory B cell

an immune cell that can respond more quickly and effectively to a pathogen upon re-exposure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memory B cell"
memory T cell

an immune cell that retains information about previously encountered pathogens to mount a quicker and more efficient immune response upon re-exposure

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "memory T cell"
plasma cell

a mature B lymphocyte that secretes antibodies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plasma cell"
dendritic cell

a type of immune cell that plays a critical role in presenting antigens to other immune cells, helping to initiate and regulate immune responses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dendritic cell"
granulocyte

a type of white blood cell characterized by cytoplasmic granules and involved in the body's immune response

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "granulocyte"
human leukocyte antigen

a group of proteins that are found on the surface of cells and play a key role in the immune system recognition and response

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "human leukocyte antigen"
cytotoxic t cell

a type of immune cell that can directly kill infected or abnormal cells in the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cytotoxic t cell"
helper T cell

a type of immune cell that plays a central role in coordinating and regulating immune responses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "helper T cell"
regulatory T cell

a type of immune cell that helps maintain immune balance and prevent excessive immune responses in the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regulatory T cell"
major histocompatibility complex

a set of genes that help the immune system recognize and respond to foreign substances in the body by presenting them to immune cells for identification

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "major histocompatibility complex"
macrophage

a type of white blood cell that engulfs and destroys foreign substances, pathogens, and cellular debris in the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "macrophage"
phagocyte

a type of immune cell in the human body that engulfs and eliminates pathogens and foreign particles through the process of phagocytosis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "phagocyte"
mast cell

a type of immune cell that releases chemical mediators involved in allergic reactions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mast cell"
neutrophil

a type of white blood cell that helps defend the body against bacterial infections by engulfing and destroying bacteria

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neutrophil"
leukocyte

a key component of the immune system responsible for defending the body against infections and diseases

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leukocyte"
myeloid-derived suppressor cell

a type of immune cell that has the ability to suppress immune responses, and they are often associated with pathological conditions such as cancer and inflammation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "myeloid-derived suppressor cell"
eosinophil

a specialized type of white blood cell found in the human body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eosinophil"
natural killer cell

a type of immune cell that is capable of recognizing and destroying infected or cancerous cells in the body without prior sensitization or activation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "natural killer cell"
adenoid

(usually plural) each of the pair of large lymphoid tissues high up in the throat and behind the nose that have to be removed if swollen

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adenoid"
tonsil

(anatomy) each of the pair of lymphoid tissues in the pharynx at the side of the tongue root

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tonsil"
spleen

(anatomy) an abdominal organ that controls the quality of the blood cells

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spleen"
lymph node

a small organ in the lymphatic system that filters and traps foreign substances, helping to fight infections and support immune responses

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lymph node"
macrocyte

an abnormally large red blood cell found in the bloodstream

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "macrocyte"
microcyte

an abnormally small red blood cell that can indicate certain types of anemia or underlying health conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microcyte"
reticulocyte

an immature form of a red blood cell that indicates active blood cell production in the bone marrow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reticulocyte"
poikilocyte

an abnormally shaped red blood cell that deviates from the normal biconcave disc shape, often seen in certain blood disorders or pathologies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poikilocyte"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek