pattern

Σώμα - Άκρα

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τα άκρα, όπως «γάμπα», «καρπός» και «φτέρνα».

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words Related to Body
groin

the place where the legs join the front part of the body, including the region of the sex organs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "groin"
leg

each of the two long body parts that we use when we walk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leg"
shin

the front part of the leg that is between the foot and the knee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shin"
thigh

the top part of the leg between the hip and the knee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thigh"
wrist

the joint connecting the hand to the arm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrist"
arch

the curved part on the bottom of someone's foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arch"
ball

the protuberant part of someone's hand, foot or thumb that is roundish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ball"
big toe

the largest of the toes on the foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big toe"
toenail

the hard smooth part covering the end of each toe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toenail"
finger

each of the long thin parts that are connected to our hands, sometimes the thumb is not included

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "finger"
fingernail

the hard smooth part at the end of each finger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fingernail"
fingertip

the area at the end of a finger

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fingertip"
first finger

the finger that is next to the thumb; the second digit of the human hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first finger"
fist

the hand with the fingers tightly bent toward the palm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fist"
forefinger

the finger that is next to the thumb; the second digit of the human hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forefinger"
heel

the back part of the foot, below the ankle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "heel"
index finger

the finger that is next to the thumb; the second digit of the human hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "index finger"
instep

the raised top part of the foot between the ankle and toes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instep"
knuckle

a rounded joint where the fingers can bend or are joined to the hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knuckle"
little finger

the smallest finger of the hand; the fifth digit of the hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "little finger"
middle finger

the longest finger of the hand; the third digit of the human hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "middle finger"
nail

the hard, thin layer on the upper surface of the tip of the finger and toe

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail"
nail bed

a layer of cells upon which the fingernail or toenail lies

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nail bed"
palm

the inner surface of the hand between the wrist and fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "palm"
pinky

the little finger of one's hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pinky"
ring finger

the finger next to the little finger, especially on the left hand; the fourth digit of the human hand

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ring finger"
shank

the lower part of the leg of an animal between the knee and the ankle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shank"
sole

the bottom area of someone's foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sole"
thumb

the thick finger that has a different position than the other four

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thumb"
toe

each of the five parts sticking out from the foot

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toe"
calf

the muscular part at the back of the leg between the knee and the ankle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "calf"
foot

the body part that is at the end of our leg and we stand and walk on

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foot"
knee

the body part that is in the middle of the leg and helps it bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knee"
arm

one of the two body parts that is connected to the shoulder and ends with fingers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arm"
armpit

the part under the shoulder that is hollow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "armpit"
hand

the part of our body that is at the end of our arm and we use to grab, move, or feel things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hand"
elbow

the joint where the upper and lower parts of the arm bend

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elbow"
forearm

the lower part of the arm, between the elbow and the wrist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forearm"
lap

the upper part of the legs that form a flat surface when one is seated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lap"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek