pattern

Βιβλίο Headway - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 4

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Upper Intermediate, όπως "αξιόπιστο", "αχρησιμοποίητο", "κατασκευή" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Upper Intermediate
opposite

on the other side of an area when seen from a particular vantage point

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opposite"
antonym

a word or phrase that has an opposite or contrasting meaning to another word or phrase

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antonym"
prefix

(grammar) a letter or a set of letters that are added to the beginning of a word to alter its meaning and make a new word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prefix"
reliable

able to be trusted to perform consistently well and meet expectations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
credible

able to be believed or relied on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "credible"
probable

having a high possibility of happening or being true based on available evidence or circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probable"
honest

telling the truth and having no intention of cheating or stealing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honest"
legal

related to the law or the legal system

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "legal"
responsible

(of a person) having an obligation to do something or to take care of someone or something as part of one's job or role

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "responsible"
abused

having been subjected to excessive use or mistreatment, resulting in damage or wear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abused"
disused

previously in use but is now abandoned, neglected, or no longer in operation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disused"
unused

not put into action by anyone before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unused"
to misuse

to use something improperly or incorrectly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to misuse"
to overuse

to use something excessively or beyond reasonable limits

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to overuse"
to underuse

to use something less than it should be or less than its full potential

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to underuse"
fake

made or intended to be like the original or real version of something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fake"
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
tiny

extremely small

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tiny"
happiness

the feeling of being happy and well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happiness"
guilty

responsible for an illegal act or wrongdoing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guilty"
safe

protected from any danger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safe"
to allow

to let someone or something do a particular thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to allow"
to improve

to make a person or thing better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve"
sincere

(of statements, feelings, beliefs, or behavior) showing what is true and honest, based on one's real opinions or feelings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sincere"
success

the fact of reaching what one tried for or desired

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "success"
to mature

to develop mentally, physically, and emotionally

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to mature"
to encourage

to provide someone with support, hope, or confidence

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to encourage"
generous

having a willingness to freely give or share something with others, without expecting anything in return

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "generous"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
tough

difficult to achieve or deal with

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tough"
clear

without clouds or mist

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clear"
clear conscience

knowledge that gives someone relief as they did nothing wrong and should not feel guilty

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clear conscience"
fair

(of skin or hair) very light in color

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fair"
hard

very difficult to cut, bend, or break

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard"
mattress

the part of a bed made of soft material on which a person sleeps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mattress"
hard

needing a lot of skill or effort to do

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hard"
live

having life or currently alive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "live"
animal

a living thing, like a cat or a dog, that can move and needs food to stay alive, but not a plant or a human

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "animal"
live

(of TV or radio broadcasts) aired at the exact moment the events are taking place, without any earlier recording or editing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "live"
concert

a public performance by musicians or singers

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concert"
light

(of sound) having little volume or intensity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "light"
evidence

anything that proves the truth or possibility of something, such as facts, objects, or signs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evidence"
fiction

an intentionally false or unlikely story

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fiction"
bias

a behavior that favors a particular perspective, ideology, or outcom, often resulting in unfair judgment of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bias"
fabrication

the act of deliberately creating or inventing false information or stories, often with the intention to deceive or mislead

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fabrication"
real

not imaginary, but rather capable of being perceived by the senses

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "real"
bogus

not authentic or true, despite attempting to make it seem so

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bogus"
accurate

(of measurements, information, etc.) free from errors and matching facts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accurate"
fake

intentionally misleading or deceptive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fake"
doubtful

improbable or unlikely to happen or be the case

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "doubtful"
fact

something that is known to be true or real, especially when it can be proved

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fact"
fantasist

a person who imagines or believes things that are not real

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fantasist"
exaggeration

the act of presenting something as larger, more significant, or more extreme than it actually is, often for emphasis or dramatic effect

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exaggeration"
prejudice

an unreasonable opinion or judgment based on dislike felt for a person, group, etc., particularly because of their race, sex, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prejudice"
reliable

based on sound reasoning or evidence and can be trusted to be accurate

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reliable"
conspiracy theory

a belief or explanation that suggests a secret group or organization is responsible for an event, often involving illegal or dishonest activities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conspiracy theory"
lousy

very low quality or unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lousy"
tropical

associated with or characteristic of the tropics, regions of the Earth near the equator known for their warm climate and lush vegetation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tropical"
awful

extremely unpleasant, bad, or disagreeable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awful"
delicious

having a very pleasant flavor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicious"
small

below average in physical size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "small"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
stale

(of food, particularly cake and bread) not fresh anymore, due to exposure to air or prolonged storage

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stale"
stingy

unwilling to spend or give away money or resources

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stingy"
how come

used to ask for an explanation or reason for something

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "how come"
vegetarian

someone who avoids eating meat or fish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetarian"
vegan

someone who does not consume or use anything that is produced from animals, such as meat, milk, or eggs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegan"
insomniac

someone who has persistent difficulty falling asleep, staying asleep, or getting quality sleep

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insomniac"
teetotaler

a person who never drinks alcohol

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "teetotaler"
pacifist

an individual who is against war and violence as a way to settle disagreements or conflicts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pacifist"
atheist

someone who does not believe in the existence of God or gods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atheist"
xenophobe

someone who irrationally fears or dislikes things or people that seem foreign or different, often leading to prejudice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "xenophobe"
anti-royalist

someone who opposes or rejects the institution of monarchy, often advocating for its abolition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anti-royalist"
technophobe

someone who is resistant or apprehensive towards technology, often avoiding or expressing fear or aversion towards its use or adoption

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "technophobe"
environmentalist

a person who is concerned with the environment and tries to protect it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "environmentalist"
hypocrite

someone who pretends to have virtues or beliefs they do not practice, often contradicting their own stated values or engaging in deceptive behavior

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hypocrite"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek