pattern

Βιβλίο Headway - Προχωρημένο - Ενότητα 9

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 στο βιβλίο μαθημάτων Headway Advanced, όπως "μαθητευόμενος", "σκράουλ", "αμοκ" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Headway - Advanced
song

a piece of music that has words

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "song"
rhyme

agreement between the sound or the ending of a word and another word

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhyme"
rhythm

a strong repeated pattern of musical notes or sounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhythm"
lead

a role or position of guiding or influencing others by setting an example or taking the initiative

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lead"
singer

someone whose job is to use their voice for creating music

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "singer"
guitar

a musical instrument, usually with six strings, that we play by pulling the strings with our fingers or with a plectrum

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guitar"
keyboard

a type of electronic musical instrument with keys like those of a piano, which is able to make many different sounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keyboard"
street singer

a musician or performer who sings or plays music in public places, such as streets, parks, and squares, often to earn money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "street singer"
apprentice

someone who works for a skilled person for a specific period of time to learn their skills, usually earning a low income

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "apprentice"
mechanic

a person whose job is repairing and maintaining motor vehicles and machinery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mechanic"
hill

a naturally raised area of land that is higher than the land around it, often with a round shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hill"
valley

a low area of land between mountains or hills, often with a river flowing through it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valley"
mountain

a very tall and large natural structure that looks like a huge hill with a pointed top that is often covered in snow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mountain"
idea

a suggestion or thought about something that we could do

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idea"
mind

the ability in a person that makes them think, feel, or imagine

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mind"
view

a particular way of seeing or understanding something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "view"
wheat

the common grain that is used in making flour, taken from a cereal grass which is green and tall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wheat"
barley

a cereal grain used as food for humans and animals and for making alcoholic beverages

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barley"
corn

a tall plant with large yellow seeds that grow together on a cob, which is cooked and eaten as a vegetable or animal food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corn"
thing

an object that we cannot or do not need to name when we are talking about it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thing"
deed

an action or behavior that someone does

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deed"
riot

a situation when a group of people behave violently, particularly as a protest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "riot"
submarine

a warship that can operate both on and under water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submarine"
train

a series of connected carriages that travel on a railroad, often pulled by a locomotive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "train"
plane

a winged flying vehicle driven by one or more engines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plane"
to scrawl

to write something hastily or carelessly in a messy and illegible manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scrawl"
to smash

to hit or collide something with great force and intensity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to smash"
to act

to do something for a special reason

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to act"
to debut

to perform or appear in public for the first time, especially as a professional or artist

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to debut"
amok

in a wild, uncontrolled, and often violent or frenzied manner

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "amok"
wild

(of an animal or plant) living or growing in a natural state, without any human interference

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wild"
tactile

relating to the sense of touch or the ability to perceive objects by touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tactile"
compulsive

(of a behavior or action) driven by a strong inner urge or impulse, where the person feels compelled to do something even if they do not want to

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compulsive"
stunned

feeling so shocked or surprised that one is incapable of acting in a normal way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stunned"
primeval

related to a distant past

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "primeval"
self-conscious

embarrassed or worried about one's appearance or actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "self-conscious"
haywire

being in a chaotic or disorganized state

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haywire"
prescription

the establishment of a legal right or claim to something through long-term use or enjoyment, as defined by law

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prescription"
impetuosity

the quality of acting quickly and without thinking carefully

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "impetuosity"
to retreat

to move back or withdraw to a safer or more comfortable place, especially to avoid something unpleasant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to retreat"
submission

the state or act of accepting defeat and not having a choice but to obey the person in the position of power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "submission"
kinship

a feeling of connection or similarity between people, groups, or things, based on shared qualities or experiences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kinship"
howling

the loud, prolonged cry of an animal, person, or the wind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "howling"
to stir

to cause a reaction or disturbance in someone's emotional state

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stir"
to belly

to move or push something in a way that causes it to swell, bulge, or curve outward, often like a belly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to belly"
to take back

to remind someone of the the past

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take back"
to play

to assign someone to assume a particular role and position and take part in a match

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to play"
attitude

the typical way a person thinks or feels about something or someone, often affecting their behavior and decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attitude"
underground

a city's railway system that is below the ground, usually in big cities

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underground"
station

a place or building where we can get on or off a train or bus

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "station"
dementia

a mental condition that happens when the brain is damaged by disease or injury, causing memory loss and impairing the ability to think or make decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dementia"
to hang around

to spend time in a place, often without a specific purpose or activity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang around"
to suffer

to have an illness or disease

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffer"
to come upon

to encounter someone or something unexpectedly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to come upon"
to answer (to all) one's prayers

to provide or fulfill what someone hopes or prays for

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [answer] (to all|) {one's} prayers"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek