pattern

Δεξιότητες Λέξεων SAT 2 - Μάθημα 3

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
SAT Word Skills 2
declamation

a strong statement or a piece of writing that expresses certain feelings and opinions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "declamation"
declamatory

expressing one's feelings in a dramatic and forceful way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "declamatory"
declarative

resembling or relating to an announcement or fact

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "declarative"
declension

(in the grammar of some languages) a group of nouns, pronouns, or adjectives changing in the same way to indicate case, number, and gender

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "declension"
unspeakable

impossible to be described or expressed in words

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unspeakable"
unsophisticated

lacking practical knowledge and experience and tending to believe everything

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unsophisticated"
to unsettle

to cause someone to feel worried or anxious, usually because of a change

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to unsettle"
unscrupulous

having no moral principles and willing to do anything to achieve one's goals

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unscrupulous"
unscathed

remained free from harm, injury, or damage despite challenging or dangerous circumstances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unscathed"
to instigate

to deliberately provoke, encourage, or initiate actions that lead to conflict, hostility, or harmful consequences

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to instigate"
instigator

someone who initiates a particular thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instigator"
to attribute

to think or say that something is caused by a certain thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attribute"
attrition

the gradual reduction or decrease in size, quantity, strength, or effectiveness of something over time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attrition"
profane

showing lack of respect for holy things or God, especially by using offensive or obscene language

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profane"
profanity

socially unacceptable language or behavior, typically involving the use of insulting or offensive terms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "profanity"
to oversee

to observe an activity in order to ensure that everything is done properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to oversee"
overseer

a person who is in charge of a group of employees to make sure they work properly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overseer"
irrational

not based on reason, logic, or evidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irrational"
irreducible

incapable of being simplified any more than it already is

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "irreducible"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek