pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 5 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως «αναγκαιότητα», «ατμόσφαιρα», «επανένωση» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
to hit the road

to leave a location, usually to embark on a journey or trip

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [hit] the road"
stall

a stand or a small table or shop with an open front where people sell their goods

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stall"
tap water

water that comes out of a faucet or a tap, usually treated to be safe for drinking and cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tap water"
to fly

to move or travel through the air

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fly"
license

a legal document that gives someone permission to do something, such as drive a car or practice a profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "license"
to carry

to hold someone or something and take them from one place to another

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to carry"
necessity

the fact that something must happen or is needed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "necessity"
suggestion

the act of putting an idea or plan forward for someone to think about

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suggestion"
must

used to show that something is very important and needs to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "must"
to need

to want something or someone that we must have if we want to do or be something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to need"
have to

used to indicate an obligation or to emphasize the necessity of something happening

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "have to"
should

used to say what is suitable, right, etc., particularly when one is disapproving of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "should"
safe

protected from any danger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safe"
glad

feeling happy, satisfied, or pleased about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glad"
east

the direction from which the sun rises, which is on the right side of a person facing north

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "east"
west

the direction towards which the sun goes down, which is on the left side of a person facing north

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "west"
north

the direction on our left when we watch the sunrise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "north"
south

the direction on our right when we watch the sunrise

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "south"
adventure

an exciting or unusual experience, often involving risk or physical activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adventure"
accommodation

a place where people live, stay, or work in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "accommodation"
atmosphere

the mood or feeling of a particular environment, especially one created by art, music, or decor

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "atmosphere"
tasty

having a flavor that is pleasent to eat or drink

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tasty"
pleasant

bringing enjoyment and happiness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pleasant"
boring

making us feel tired and unsatisfied because of not being interesting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boring"
excitement

a strong feeling of enthusiasm and happiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excitement"
vacation

a span of time which we do not work or go to school, and spend traveling or resting instead, particularly in a different city, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacation"
road

a wide path made for cars, buses, etc. to travel along

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "road"
to visit

to go somewhere for a short time, especially to see something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to visit"
foreign

referring to interactions, relations, or affairs with other nations

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "foreign"
country

a piece of land with a government of its own, official borders, laws, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "country"
to travel

to go from one location to another, particularly to a far location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to travel"
own

used for showing that someone or something belongs to or is connected with a particular person or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "own"
festival

a series of performances of music, plays, movies, etc. typically taking place in the same location every year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "festival"
photography

the process, art, or profession of capturing photographs or recording videos

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "photography"
course

a series of lessons or lectures on a particular subject

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "course"
to hang out

to spend much time in a specific place or with someone particular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hang out"
to host

to be the organizer of an event such as a meeting, party, etc. to which people are invited

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to host"
reunion

the act or process of coming together again after being separated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reunion"
camping

the activity of ‌living outdoors in a tent, camper, etc. on a vacation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "camping"
to relax

to feel less worried or stressed

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to relax"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
to guess

to estimate or form a conclusion about something without sufficient information to verify its accuracy

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to guess"
probably

used to show likelihood or possibility without absolute certainty

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "probably"
maybe

used to show uncertainty or hesitation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "maybe"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek