pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 4 - Μέρος 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μέρος 3 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "combine", "flesh", "adapt" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
to scoop out

hollow out with a scoop

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to scoop out"
flesh

the soft part of the body of an animal, between the skin and bones

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flesh"
fork

an object with a handle and three or four sharp points that we use for picking up and eating food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fork"
to squeeze

to force liquid out of something by firmly twisting or pressing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to squeeze"
to combine

to mix in order to make a single unit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to combine"
ingredient

a substance or material used in making a dish, product, or mixture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ingredient"
pizza

an Italian food made with thin flat round bread, baked with a topping of tomatoes and cheese, usually with meat, fish, or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pizza"
society

people in general, considered as an extensive and organized group sharing the same laws

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "society"
to grow

to become greater in size, amount, number, or quality

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow"
process

a specific course of action that is performed in order to accomplish a certain objective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "process"
knowledge

an understanding of or information about a subject after studying and experiencing it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "knowledge"
to fit

to be of the right size or shape for someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fit"
local

related or belonging to a particular area or place that someone lives in or mentions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "local"
successfully

in a manner that achieves what is desired or expected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successfully"
to recognize

to know who a person or what an object is, because we have heard, seen, etc. them before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recognize"
to appear

to become visible and noticeable

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to appear"
baker

someone whose job is baking and selling bread and cakes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baker"
royal family

the king, queen, their children, and close relatives, often holding significant historical, cultural, and political influence within a monarchy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "royal family"
to name after

to give someone or something a name in honor or in memory of another person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to name after"
to adapt

to adjust oneself to fit into a new environment or situation

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to adapt"
journey

the act of travelling between two or more places, especially when there is a long distance between them

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journey"
popular

receiving a lot of love and attention from many people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "popular"
to discover

to be the first person who finds something or someplace that others did not know about

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to discover"
incredible

extremely great or large

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incredible"
peanut

a type of nut that could be eaten, growing underground in a thin shell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "peanut"
nation

a country considered as a group of people that share the same history, language, etc., and are ruled by the same government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nation"
octopus

a sea creature with eight, long arms and a soft round body with no internal shell

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "octopus"
squid

a type of Italian food made from a sea creature called squid, which is cooked with garlic, tomatoes, and white wine, and is usually eaten with pasta or bread

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "squid"
seaweed

a type of plant that grows in or near the sea

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seaweed"
topping

a layer of food that is spread over the top of a dish to make it taste or look better

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "topping"
kangaroo

a large Australian animal with a long tail and two strong legs that moves by leaping, female of which can carry its babies in its stomach pocket which is called a pouch

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kangaroo"
crocodile

a large reptile with very big jaws, sharp teeth, short legs, and a hard skin and long tail that lives in rivers and lakes in warmer regions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crocodile"
mango

a sweet yellow fruit with a thin skin that grows in hot areas

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mango"
popularity

the state or condition of being liked, admired, or supported by many people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "popularity"
related

connected logically, causally, or by shared characteristics

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "related"
slice

a small cut of a larger portion such as a piece of cake, pizza, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slice"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek