pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 2 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "στέγαση", "έμμεσο", "κερδίζω" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
guide

a person whose job is to take tourists to interesting places and show them around

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guide"
across

on the other side of a thing or place

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "across"
sign

a symbol or letters used in math, music, or other subjects to show an instruction, idea, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sign"
restroom

a room in a public place with a toilet in it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "restroom"
where

in what place, situation, or position

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "where"
indirect

not going in a straight line or the shortest way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indirect"
natural

originating from or created by nature, not made or caused by humans

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "natural"
area

a particular part or region of a city, country, or the world

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "area"
safety

the condition of being protected and not affected by any potential risk or threat

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "safety"
entertainment

movies, television shows, etc. or an activity that is made for people to enjoy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entertainment"
housing

buildings in which people live, including their condition, prices, or types

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "housing"
author

a person who writes books, articles, etc., often as a job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "author"
to look for

to expect or hope for something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to look for"
continent

any of the large land masses of the earth surrounded by sea such as Europe, Africa or Asia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continent"
population

the number of people who live in a particular city or country

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "population"
crowded

(of a space) filled with things or people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crowded"
percent

in or for every one hundred, shown by the symbol (%)

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "percent"
resident

a person who lives in a particular place, usually on a long-term basis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resident"
daycare

a place where children or the elderly are supervised and cared for during the day while their families are busy, and provided with meals, activities, and rest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daycare"
although

used to introduce a contrast to what has just been said

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "although"
incredible

extremely great or large

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "incredible"
salary

an amount of money we receive for doing our job, usually monthly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "salary"
healthcare

the health services and treatments given to people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "healthcare"
education

the process that involves teaching and learning, particularly at a school, university, or college

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "education"
option

something that can or may be chosen from a number of alternatives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "option"
beach

an area of sand or small stones next to a sea or a lake

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beach"
forest

a vast area of land that is covered with trees and shrubs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forest"
to volunteer

to state or suggest something without being asked or told

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to volunteer"
to earn

to get money for the job that we do or services that we provide

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
rich

owning a great amount of money or things that cost a lot

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
relationship

the connection among two or more things or people or the way in which they are connected

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "relationship"
attitude

the typical way a person thinks or feels about something or someone, often affecting their behavior and decisions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attitude"
positive

(of a person) having no doubt about something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "positive"
even

used to show that something is surprising or is not expected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "even"
government

the group of politicians in control of a country or state

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "government"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek