pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 9 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "συνέπεια", "ηλεκτρικό", "τουλάχιστον" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
to exist

to have actual presence or reality, even if no one is thinking about it or noticing it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to exist"
pay

the money that is paid to someone for doing their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pay"
loan

a sum of money that is borrowed from a bank which should be returned with a certain rate of interest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "loan"
able

having the necessary skill, power, resources, etc. for doing something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "able"
tax

a sum of money that has to be paid, based on one's income, to the government so it can provide people with different kinds of public services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tax"
to worry

to feel upset and nervous because we think about bad things that might happen to us or our problems

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worry"
possible

able to exist, happen, or be done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possible"
situation

the way things are or have been at a certain time or place

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "situation"
consequence

a result, particularly an unpleasant one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consequence"
may

used to show the possibility of something happening or being the case

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "may"
collocation

a particular combination of words that are used together very often

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "collocation"
to earn

to receive something one deserves as a result of something one has done or the qualities one possesses

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to earn"
degree

the certificate that is given to university or college students upon successful completion of their course

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "degree"
living

the particular way someone lives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "living"
to join

to become a member of a group, club, organization, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to join"
club

a group of sports players, their manager, and staff such as a soccer or baseball club

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "club"
gym

a place with special equipment that people go to exercise or play sports

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gym"
group

a number of things or people that have some sort of connection or are at a place together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "group"
to spend

to use energy, effort, etc., particularly until no more remains

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
energy

the physical and mental strength required for activity, work, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "energy"
to get

to obtain something through chance, effort, or other means

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to get"
to get into shape

to improve one's physical fitness and health through exercise and healthy lifestyle choices

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [get] (into|in|to) shape"
college

an institution that offers higher education or specialized trainings for different professions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "college"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
jealous

feeling angry and unhappy because someone else has what we want

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "jealous"
to feel

to experience a particular emotion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to feel"
tired

needing to sleep or rest because of not having any more energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tired"
stressed

feeling so anxious that makes one unable to relax

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stressed"
to fall in love

to start loving someone deeply

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [fall] in love"
to fight

to take part in a violent physical action against someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fight"
village

a very small town located in the countryside

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "village"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
empty

with no one or nothing inside

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "empty"
mayor

someone who is elected to be the head of a town or city

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mayor"
to wonder

to want to know about something particular

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wonder"
brilliant

extremely clever, talented, or impressive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brilliant"
advertisement

any movie, picture, note, etc. designed to promote products or services to the public

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advertisement"
to offer

to present or propose something to someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to offer"
at least

in a manner that conveys the minimum amount or number needed

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at least"
to accept

to say yes to what is asked of you or offered to you

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to accept"
to shout

to speak loudly, often associated with expressing anger or when you cannot hear what the other person is saying

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shout"
factory

a building or set of buildings in which products are made, particularly using machines

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "factory"
to repair

to fix something that is damaged, broken, or not working properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repair"
electrical

producing or operating by electricity

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electrical"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek