pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 3 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "ζημιά", "οργανική", "κριτική" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
diploma

a certificate given to someone who has completed a course of study

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diploma"
experience

the skill and knowledge we gain from doing, feeling, or seeing things

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experience"
to imagine

to make or have an image of something in our mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to imagine"
successful

getting the results you hoped for or wanted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successful"
organic

(of food or farming techniques) produced or done without any artificial or chemical substances

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "organic"
to damage

to physically harm something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to damage"
furniture

pieces of equipment such as tables, desks, beds, etc. that we put in a house or office so that it becomes suitable for living or working in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furniture"
experiment

a test done to prove the truthfulness of a hypothesis

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "experiment"
electricity

a form of energy that is carried by wires, cables, etc. and is used for lighting, heating, driving machines, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "electricity"
bill

a piece of printed paper that shows the amount of money a person has to pay for goods or services received

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bill"
either

used after negative statements to indicate a similarity between two situations or feelings

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "either"
stove

a box-shaped equipment used for cooking or heating food by either putting it inside or on top of the equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stove"
toilet paper

soft, thin paper in sheets or on a roll for cleaning after using the toilet

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "toilet paper"
separate

not connected to anything, and forming a unit by itself

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "separate"
to wish

to desire something to occur or to be true even though it is improbable or not possible

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wish"
to go back

to return to a previous location, position, or state

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go back"
to improve

to make a person or thing better

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to improve"
personality

all the qualities that shape a person's character and make them different from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "personality"
to move

to change your position or location

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move"
new

recently invented, made, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "new"
home

the place that we live in, usually with our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "home"
to spend

to pass time in a particular manner or in a certain place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
family

people that are related to each other by blood or marriage, normally made up of a father, mother, and their children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "family"
lifestyle

a type of life that a person or group is living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lifestyle"
own

used for showing that someone or something belongs to or is connected with a particular person or thing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "own"
business

the activity of providing services or products in exchange for money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "business"
to enjoy

to take pleasure or find happiness in something or someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to enjoy"
to add

to put things together to make them bigger in size or quantity

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to add"
volunteer

describing a service or activity performed willingly without receiving payment

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volunteer"
still

up to now or the time stated

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "still"
to worry

to feel upset and nervous because we think about bad things that might happen to us or our problems

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to worry"
to criticize

to point out the faults or weaknesses of someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to criticize"
to live

to have your home somewhere specific

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to live"
would

used to make an offer or request in a polite manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "would"
can

used to present an offer or suggestion

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "can"
could

used to ask if one can do something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "could"
to stop

to not move anymore

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stop"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek