pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 1 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 1 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "τραγωδία", "υποφέρω", "πεπρωμένο" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
painting

a picture created by paint

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painting"
painter

an artist who paints pictures

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "painter"
talented

possessing a natural skill or ability for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "talented"
courage

the quality to face danger or hardship without giving in to fear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "courage"
tragedy

an event causing great suffering, destruction, and distress, such as a natural disaster or a serious accident

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tragedy"
hope

a feeling of expectation and desire for a particular thing to happen or to be true

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hope"
polio

a disabling and life-threatening disease that causes nerve injuries leading to permanent paralysis, happens mostly in children younger than five

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "polio"
to develop

to change and become stronger or more advanced

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to develop"
illness

the state of being physically or mentally sick

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "illness"
damaged

(of a person or thing) harmed or spoiled

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "damaged"
forever

used to refer to something that will exist for a very long time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forever"
strong

having a lot of physical power

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "strong"
destiny

the events or situations that are predetermined or inevitable for a person, often believed to be controlled by a higher power

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "destiny"
injury

any physical damage to a part of the body caused by an accident or attack

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "injury"
to refuse

to say or show one's unwillingness to do something that someone has asked

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to refuse"
alone

without anyone else

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alone"
to suffer

to experience and be affected by something bad or unpleasant

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suffer"
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
rest

a part of something that is left

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rest"
unusual

not commonly happening or done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unusual"
achievement

something that has been successfully done, particularly through hard work

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "achievement"
marriage

the formal and legal relationship between two people who are married

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marriage"
by far

to a significant or notable degree beyond all others

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "by far"
pregnant

(of a woman or a female animal) carrying a baby inside one's body

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pregnant"
unfortunately

used to express regret or say that something is disappointing or sad

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unfortunately"
poor

owning a very small amount of money or a very small number of things

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poor"
braid

a length of hair formed by twisting three or more bands of hair together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "braid"
thick

having a long distance between opposite sides

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thick"
naturally

in accordance with what is logical, typical, or expected

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "naturally"
to notice

to pay attention and become aware of a particular thing or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to notice"
beauty

the quality of being attractive or pleasing, particularly to the eye

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beauty"
to amaze

to greatly surprise someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amaze"
honesty

the quality of behaving or talking in a way that is truthful and free of deception

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "honesty"
originality

the quality or state of being new, creative, and unique, not copied from another thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "originality"
to destroy

to cause damage to something in a way that it no longer exists, works, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to destroy"
attention

the act of taking notice of someone or something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "attention"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
to recognize

to know who a person or what an object is, because we have heard, seen, etc. them before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to recognize"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek