pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 4 - Μέρος 1

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μέρος 1 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "περιπετειώδης", "πηλός", "μέθοδος" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
barbecued

cooked using a grill or open flame, often resulting in a charred or smoky flavor

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbecued"
fish

flesh from a fish that we use as food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fish"
rich

containing a high amount of fat, sugar, or other indulgent ingredients

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rich"
curry

a variety of dishes originating from South Asia, typically made with meat, vegetables, etc., cooked in a hot sauce and then served with rice

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curry"
shellfish

a type of sea creature with a shell, such as clams, oysters, mussels, shrimp, lobster, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shellfish"
coconut milk

a white and creamy liquid made from coconut flesh, used as a substitute for dairy milk

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "coconut milk"
to try

to test something by doing or using it to find out if it is suitable, useful, good, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
Lebanon

a country located in the Middle East, bordered by Syria to the north and east, Israel to the south, and the Mediterranean Sea to the west

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Lebanon"
South Korea

a country located in East Asia, sharing a border with North Korea to the north, and China and Japan to the east and west respectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "South Korea"
Singapore

a small island country in Southeast Asia, known for its modern economy, diverse population, and efficient transportation system, which is considered to be a wealthy nation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Singapore"
Brazil

the largest country in both South America and Latin America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Brazil"
lamb

a young sheep, especially one that is under one year

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lamb"
beef

meat that is from a cow

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beef"
meatball

a ball of ground meat, served mostly hot in a sauce

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meatball"
yogurt

a thick liquid food that is made from milk and is eaten cold

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yogurt"
spice

a type of dried plant with a pleasant smell used to add taste or color to the food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spice"
clay

a type of heavy and sticky soil that is molded when wet and is baked to become hardened in pottery or ceramic making

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clay"
pot

a container which is round, deep, and typically made of metal, used for cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pot"
frog

a small green animal with smooth skin, long legs for jumping and no tail, that lives both in water and on land

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "frog"
butter

a soft, yellow food made from cream that we spread on bread or use in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "butter"
garlic sauce

a type of sauce made with garlic, oil, lemon juice, and salt, used to add flavor to meat, fish, or vegetables

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "garlic sauce"
appetizer

a small dish that is eaten before the main part of a meal

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appetizer"
snail

a small, soft creature which carries a hard shell on its back and moves very slowly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snail"
adventurous

(of a person) eager to try new ideas, exciting things, and take risks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adventurous"
to eat

to put food into the mouth, then chew and swallow it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eat"
to try

to make an effort or attempt to do or have something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to try"
to grill

to cook food directly over or under high heat, typically on a metal tray

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grill"
to like

to feel that someone or something is good, enjoyable, or interesting

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to like"
to go

to move over a particular distance

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go"
sugar cane

a type of tall tropical plant that sugar can be extracted from its stems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sugar cane"
vegetarian

someone who avoids eating meat or fish

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vegetarian"
unusual

not commonly happening or done

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unusual"
flavor

the specific taste that a type of food or drink has

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "flavor"
method

a specific way or process of doing something, particularly an established or systematic one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "method"
to bake

to cook food, usually in an oven, without any extra fat or liquid

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to bake"
to boil

to cook food in very hot water

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to boil"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek