pattern

Βιβλίο Interchange - Ενδιάμεσο - Ενότητα 5 - Μέρος 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μέρος 2 στο βιβλίο μαθημάτων Interchange Intermediate, όπως "preparation", "carry-on", "valid" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Interchange - Intermediate
preparation

the process or act of making a person or thing ready for use, an event, act, situation, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "preparation"
backpack

a bag designed for carrying on the back, usually used by those who go hiking or climbing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "backpack"
carry-on

a suitcase or a small bag that one can carry onto an airplane

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carry-on"
cash

money in bills or coins, rather than checks, credit, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cash"
first-aid kit

a collection of basic medical supplies and equipment used to provide treatment for injuries or illnesses in an emergency situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "first-aid kit"
hiking boot

a type of shoe made for walking on rough terrains and long distances, often used for outdoor activities like hiking or camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hiking boot"
medication

something that we take to prevent or treat a disease, or to feel less pain

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "medication"
money belt

a small bag that is worn around the waist and is used to store money and other valuable items while traveling or in crowded areas to prevent theft

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "money belt"
passport

an official document issued by a government that identifies someone as a citizen of a particular country, which is needed when leaving a country and entering another one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passport"
plane ticket

a piece of paper or an electronic document that shows one has paid for a seat on an airplane for a specific journey

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plane ticket"
sandal

an open shoe that fastens the sole to one's foot with straps, particularly worn when the weather is warm

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sandal"
suitcase

a case with a handle, used for carrying clothes, etc. when we are traveling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suitcase"
swimsuit

a piece of clothing worn for swimming, especially by women and girls

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "swimsuit"
insurance

the arrangement with an institute or agency according to which they guarantee to make up for the damages in the event of an accident or loss

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insurance"
vaccination

the process or an act of introducing a vaccine into the body as a precaution against contracting a disease

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vaccination"
clothing

the items that we wear, particularly a specific type of items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clothing"
health

the general condition of a person's mind or body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "health"
document

a computer file, book, piece of paper etc. that is used as evidence or a source of information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "document"
luggage

suitcases, bags, etc. to keep one's clothes and other belongings while traveling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "luggage"
advisor

a person who provides guidance and advice in a specific area of expertise, such as finance, education, or career development

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advisor"
valid

acceptable by the law or any authority

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "valid"
overseas

‌to or in a foreign country, particularly one that is across the sea

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overseas"
ought to

used to talk about what one expects or likes to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ought to"
secure

safe, protected, and free from any danger or risk

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secure"
to avoid

to intentionally stay away from or refuse contact with someone

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to avoid"
danger

the likelihood of experiencing harm, damage, or injury

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "danger"
afraid

getting a bad and anxious feeling from a person or thing because we think something bad or dangerous will happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afraid"
completely

to the greatest amount or extent possible

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "completely"
tent

a shelter that usually consists of a long sheet of cloth, nylon, etc. supported by poles and ropes fixed to the ground, that we especially use for camping

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tent"
fishing

the activity of catching a fish with special equipment such as a fishing line and a hook or net

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fishing"
lizard

a group of animals with a long body and tail, a rough skin and two pairs of short legs

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lizard"
monkey

a playful and intelligent animal that has a long tail and usually lives in trees and warm countries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monkey"
boat

a type of small vehicle that is used to travel on water

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "boat"
temperature

a measure of how hot or cold something or somewhere is

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "temperature"
to survive

to remain alive after enduring a specific hazardous or critical event

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to survive"
insect

a small creature such as a bee or ant that has six legs, and generally one or two pairs of wings

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "insect"
snake

a legless, long, and thin animal whose bite may be dangerous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "snake"
except

used before you mention something that makes a statement not completely true

[Σύνδεσμος]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "except"
summary

a brief account or statement, that gives only the main points of something, without mentioning the details

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "summary"
article

a piece of writing about a particular subject on a website, in a newspaper, magazine, or other publication

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "article"
nowadays

at the present era, as opposed to the past

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nowadays"
afterward

in the time following a specific action, moment, or event

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afterward"
specialty

the special line of work you have adopted as your career

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "specialty"
automated teller machine

a machine that allows customers to perform financial transactions such as withdrawals, deposits, transfers, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "automated teller machine"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek