pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 4 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "αντέξοδο", "εξαντλήθηκε ο χρόνος", "περάσει" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to spend

to pass time in a particular manner or in a certain place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to spend"
to waste one's time

to spend one's time doing things that are useless or unnecessary

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [waste] {one's} time"
spare

(of time) available for hobbies and not taken up by activities or tasks

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spare"
full-time

done for the usual hours in a working day or week

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "full-time"
to kill (the) time

to spend or use time in a way that does not achieve anything or have a particular goal

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [kill] (the|) time"
to save

to keep money to spend later

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to save"
to pass

(of time) to go by

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pass"
to run out of time

to reach the point when there is no more time available to complete a task or achieve a goal

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [run] out of time"
to take one's time

to spend as much as time one needs on doing something without hurrying

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {one's} time"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek