pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 2 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 2 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "travel bug", "wander", "petrified" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
itchy feet

a strong urge to travel or leave somewhere

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itchy feet"
travel bug

a strong desire to travel and explore new places

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "travel bug"
independent

able to do things as one wants without needing help from others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "independent"
to experience

to personally be involved in and understand a particular situation, event, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to experience"
culture shock

the feeling of disorientation and confusion that people experience when they are in a new and unfamiliar cultural environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "culture shock"
to wander

to move in a relaxed or casual manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to wander"
homesick

feeling sad because of being away from one's home

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homesick"
fascinated

intensely interested or captivated by something or someone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fascinated"
fascinating

extremely interesting or captivating

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fascinating"
daunted

feeling intimidated, discouraged, or overwhelmed by a task or situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daunted"
daunting

intimidating, challenging, or overwhelming in a way that creates a sense of fear or unease

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "daunting"
challenging

requiring significant effort, skill, or determination to overcome or accomplish successfully

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "challenging"
petrified

frozen in place, often due to shock or fear

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrified"
petrifying

causing extreme fear or terror, often to the point of paralysis or immobility

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petrifying"
annoyed

feeling irritated or slightly angry

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoyed"
annoying

causing slight anger

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "annoying"
disgusted

having or displaying great dislike for something

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgusted"
disgusting

extremely unpleasant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disgusting"
inspired

amazing, impressive, exceptional, or special in a way that suggests being the result of a sudden creative impulse

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspired"
inspiring

producing feelings of motivation, enthusiasm, or admiration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspiring"
worried

feeling unhappy and afraid because of something that has happened or might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worried"
worrying

causing someone to feel anxious or concerned about something, often due to the possibility of an uncertain or negative outcome

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worrying"
cool

having a pleasantly mild, low temperature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cool"
chilly

cold in an unpleasant or uncomfortable way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chilly"
sub-zero

having below zero degrees Celsius or Fahrenheit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sub-zero"
mild

(of weather) pleasantly warm and less cold than expected

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mild"
scorching

(of weather or temperature) extremely hot, causing intense heat and discomfort

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scorching"
to pour

to rain heavily and in a large amount

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pour"
drizzle

rain that falls in small, fine drops, creating a gentle and steady rainfall

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drizzle"
to shower

to rain or snow as if in a shower

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to shower"
showery

having occasional or brief periods of rain

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "showery"
breeze

a gentle and usually pleasant wind

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breeze"
breezy

having a gentle, refreshing wind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breezy"
overcast

(of weather or the sky) filled with a lot of dark clouds

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "overcast"
bright

(of weather) sunny and without many clouds

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bright"
to emigrate

to leave one's own country in order to live in a foreign country

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to emigrate"
abroad

in or traveling to a different country

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abroad"
to move

to change one's place of residence or work

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to move"
to leave

to stop living, working, or being a part of a particular place or group

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to leave"
to roam

to go from one place to another with no specific destination or purpose in mind

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to roam"
to set off

to start a journey

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to set off"
to see off

to accompany someone to their point of departure and say goodbye to them

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to see off"
off

away from a location or position in time or space

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "off"
to go away

to move from a person or place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go away"
to go on

to come to be or to happen

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go on"
to go for

to choose something among other things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go for"
to go back on a promise

to fail to keep or fulfill a commitment or assurance made to someone

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] back on a (promise|deal|pledge)"
to go down with

to become affected by an illness

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to go down with"
to have a go

to make an attempt to achieve or do something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a go"
to make a go of something

to try to make something successful, often with a significant degree of effort or determination

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [make] a go of {sth}"
on the go

in a state of being actively engaged in various activities or constantly in motion, typically indicating a busy and active lifestyle

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on the go"
to go without saying

used to say that something is so obvious that there is no need for further explanation

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] without saying"
to go back on one's word

to fail to keep a promise or commitment that was previously made

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [go] back on {one's} word"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek