pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 4 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 4 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "piercing", "baggy", "logo" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
suit

a jacket with a pair of pants or a skirt that are made from the same cloth and should be worn together

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suit"
tie

a long and narrow piece of fabric tied around the collar, particularly worn by men

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tie"
baggy

(of clothes) loose and not fitting the body tightly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baggy"
earring

a piece of jewelry worn on the ear

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earring"
logo

a symbol or design used to represent a company or organization

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "logo"
neat

skillful, clever, or precise in execution or performance, often involving a sense of dexterity or agility

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "neat"
hairstyle

the way in which a person's hair is arranged or cut

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hairstyle"
shiny

bright and smooth in a way that reflects light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shiny"
tattoo

a design on the skin marked permanently by putting colored ink in the small holes of the skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tattoo"
piercing

a piece of jewelry designed to be worn in a body piercing, such as earrings, nose rings, or other decorative items

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piercing"
uniform

the special set of clothes that all members of an organization or a group wear at work, or children wear at a particular school

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "uniform"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek