pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 3 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 3 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "invent", "journal", "inevitable" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to write

to make letters, words, or numbers on a surface, usually on a piece of paper, with a pen or pencil

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to write"
writer

someone whose job involves writing articles, books, stories, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "writer"
to invent

to make or design something that did not exist before

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invent"
inventor

someone who makes or designs something that did not exist before

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inventor"
invention

a brand new machine, tool, or process that is made after study and experiment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "invention"
to open

to move something like a window or door into a position that people, things, etc. can pass through or use

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to open"
bottle opener

a small tool used to open the metal top of a bottle

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bottle opener"
journal

a written record of daily events, experiences, etc. that is kept for personal use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journal"
journalist

someone who prepares news to be broadcast or writes for newspapers, magazines, or news websites

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "journalist"
piano

a musical instrument we play by pressing the black and white keys on the keyboard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "piano"
pianist

someone who plays the piano, particularly a professional one

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pianist"
social

related to society and the lives of its citizens in general

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social"
socialist

a person who supports a system where the community collectively owns and controls the means of production, distribution, and exchange, known as socialism

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "socialist"
to pollute

to damage the environment by releasing harmful chemicals or substances to the air, water, or land

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pollute"
pollution

a change in water, air, etc. that makes it harmful or dangerous

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pollution"
happy

emotionally feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happy"
happiness

the feeling of being happy and well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "happiness"
weak

lacking physical strength or energy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weak"
weakness

a vulnerability or limitation that makes you less strong or effective

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "weakness"
visible

able to be seen with the eyes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visible"
visibility

the distance that is possible or clear for one to see, particularly because of the weather conditions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "visibility"
inevitable

bound to happen in a way that is impossible to avoid or prevent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inevitable"
inevitability

the quality or state of being unavoidable, often in reference to an event, outcome, or consequence that cannot be prevented or changed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inevitability"
to excite

to make a person feel interested or happy, particularly about something that will happen soon

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to excite"
excitement

a strong feeling of enthusiasm and happiness

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "excitement"
product

something that is created or grown for sale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "product"
productivity

the state or condition of being productive, or the ability to produce or generate goods, services, or results efficiently and effectively

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "productivity"
motherhood

the state of being a mother to a child or children

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "motherhood"
friend

someone we know well and trust, but normally they are not part of our family

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friend"
friendship

a close relationship between two or more people characterized by trust, loyalty, and support

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendship"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek