pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 3 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "while", "trendy", "rough" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
modern

related to the most recent time or to the present time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modern"
ancient

related or belonging to a period of history that is long gone

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ancient"
antique

old and often considered valuable due to its age, craftsmanship, or historical significance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "antique"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
secondhand

previously owned or used by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondhand"
elderly

people of old age

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elderly"
old-fashioned

no longer used, supported, etc. by the general public, typically belonging to an earlier period in history

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old-fashioned"
trendy

influenced by the latest or popular styles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trendy"
fashionable

following the latest or the most popular styles and trends in a specific period

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fashionable"
while

a span of time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "while"
during

used to express that something happens continuously from the beginning to the end of a period of time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "during"
throughout

during the whole period of time of something

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "throughout"
since

from a time in the past until a later past time, or until now

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "since"
until

used to show that something continues or lasts up to a specific point in time and often not happening or existing after that time

[πρόθεση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "until"
previous

occurring or existing before what is being mentioned

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "previous"
soft

gentle to the touch

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "soft"
stretchy

capable of being stretched or extended without breaking

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stretchy"
shiny

bright and smooth in a way that reflects light

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shiny"
smooth

having a surface that is even and free from roughness or irregularities

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "smooth"
rough

having an uneven or jagged texture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rough"
furry

having an abundant covering or coat of soft, dense hair or fur

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "furry"
slippery

difficult to hold or move on because of being smooth, greasy, wet, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slippery"
itchy

causing an annoying feeling on the skin that makes a person want to scratch it

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "itchy"
to take over

to begin to be in charge of something, often previously managed by someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take over"
to take off

to become famous and successful in a sudden and rapid manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
to take to

to start to like someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take to"
to take in

to accept or emotionally process something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take in"
to take part

to participate in something, such as an event or activity

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] part"
to take one's breath away

to make someone become really amazed

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {one's} breath away"
to take it for granted

to assume without question that something is true

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] it for granted"
to take something in stride

to calmly cope with something that is difficult or disturbing

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {sth} in stride"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek