pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 4 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 4 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως «μέτρια», «επιμένω», «υπερήφανη» κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
interested

having a feeling of curiosity or attention toward a particular thing or person because one likes them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interested"
modest

not boasting about one's abilities, achievements, or belongings

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "modest"
afraid

getting a bad and anxious feeling from a person or thing because we think something bad or dangerous will happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "afraid"
worried

feeling unhappy and afraid because of something that has happened or might happen

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "worried"
keen

having the ability to learn or understand quickly

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "keen"
similar

(of two or more things) having qualities in common that are not exactly the same

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "similar"
different

not like another thing or person in form, quality, nature, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "different"
proud

feeling satisfied with someone or one's possessions, achievements, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "proud"
passionate

showing or having enthusiasm or strong emotions about something one care deeply about

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passionate"
to apply

to formally request something, such as a place at a university, a job, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to apply"
to resign

to officially announce one's departure from a job, position, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to resign"
to insist

to urgently demand someone to do something or something to take place

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to insist"
to prepare for

to make the necessary arrangements or take the necessary steps before an event or situation, in order to be ready for it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prepare for"
to believe in

to firmly trust in the goodness or value of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to believe in"
to complain

to express your annoyance, unhappiness, or dissatisfaction about something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to complain"
to pay for something

to give money or something else of value in exchange for goods or services

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pay for {sth}"
to depend on

to be determined or affected by something else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to depend on"
to succeed

to reach or achieve what one desired or tried for

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to succeed"
to consist of

to be formed from particular parts or things

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to consist of"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek