pattern

Βιβλίο Total English - Άνω του μεσαίου - Ενότητα 3 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 3 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Upper-Intermediate, όπως "take off", "take part", "take to" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Upper-intermediate
to take over

to begin to be in charge of something, often previously managed by someone else

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take over"
to take one's breath away

to make someone become really amazed

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {one's} breath away"
to take something in stride

to calmly cope with something that is difficult or disturbing

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] {sth} in stride"
to take it for granted

to assume without question that something is true

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] it for granted"
to take to

to start to like someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take to"
to take part

to participate in something, such as an event or activity

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [take] part"
to take in

to accept or emotionally process something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take in"
to take off

to become famous and successful in a sudden and rapid manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to take off"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek