pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 6 - Μάθημα 3

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 6 - Μάθημα 3 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Advanced, όπως "χαρισματικός", "αξιοπρεπής", "ακουστός" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
charisma

a compelling charm or attractiveness that inspires devotion and enthusiasm in others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charisma"
elusive

hard to achieve, find, remember, or define

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elusive"
to infect

to corrupt or influence someone or something with a particular idea, belief, or ideology, often in a contagious or spreading manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to infect"
earshot

the range or distance within which a sound or voice can be heard

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "earshot"
charismatic

having an appealing and persuasive personality that attracts and influences others

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charismatic"
inspirational

providing motivation, encouragement, enthusiasm, or a sense of purpose

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inspirational"
dignified

displaying calmness and seriousness in a manner that deserves respect

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dignified"
aloof

unfriendly or reluctant to socializing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aloof"
idealistic

believing that good things can happen or perfection can be achieved, while it is nearly impossible or impractical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "idealistic"
tireless

able to work continuously without becoming exhausted

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tireless"
trustworthy

able to be trusted or relied on

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trustworthy"
resolute

determined, firm, and unwavering in one's beliefs, decisions, or actions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolute"
to waver

to move in a rhythmic or repetitive pattern that rises and falls

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to waver"
approachable

friendly and easy to talk to, making others feel comfortable and welcome in one's presence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "approachable"
corrupt

using one's power or authority to do illegal things for personal gain or financial benefit

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corrupt"
nondescript

lacking in the qualities that make something or someone stand out or appear special, often appearing plain or ordinary

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nondescript"
down to earth

(of a person) not showing pretentious behavior

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "down to earth"
gravitas

a sense of seriousness, dignity, or importance that commands respect and attention from others

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gravitas"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek