pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 7 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 7 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Advanced, όπως "habitat", "sanctuary", "rare" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
mammal

a class of animals to which humans, cows, lions, etc. belong, have warm blood, fur or hair and typically produce milk to feed their young

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mammal"
trade

the activity of exchanging goods or services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "trade"
carnivore

an animal that feeds on the flesh of other animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "carnivore"
tame

(of an animal) fit to live with people and not afraid of them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tame"
to stalk

to move stealthily or quietly towards prey or a target, typically in a deliberate and calculated manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to stalk"
habitat

the place or area in which certain animals, birds, or plants naturally exist, lives, and grows

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "habitat"
breed

a particular type of animal or plant that has typically been domesticated by people in a certain way

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breed"
to hibernate

(of some animals or plants) to spend the winter sleeping deeply

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to hibernate"
sanctuary

an area for birds and animals to live and to be protected from dangerous conditions and being hunted

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sanctuary"
nature reserve

a protected area of land or water that is set aside for the preservation and protection of natural habitats, wildlife, and plant species

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nature reserve"
endangered

(of an animal, plant, etc.) being at risk of extinction

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "endangered"
reptile

a class of animals to which crocodiles, lizards, etc. belong, characterized by having cold blood and scaly skin

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reptile"
rare

found only in small numbers so considered interesting or valuable

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rare"
exotic

originating in another country, particularly a tropical one

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "exotic"
cage

a framework made of metal bars or wires in which animals or birds can be kept

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cage"
predator

any animal that lives by hunting and eating other animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predator"
nest

a structure that a bird makes for laying eggs or keeping the hatchlings in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nest"
permanent

continuing to exist all the time, without significant changes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "permanent"
ghost town

a once-thriving town or community that has been abandoned or largely deserted, often due to economic or environmental factors

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ghost town"
spectacular

extremely impressive and beautiful, often evoking awe or excitement

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spectacular"
landscape

a beautiful scene in the countryside that can be seen in one particular view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "landscape"
active

(of a volcano) currently showing signs of volcanic activity or having the potential to become active soon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "active"
volcano

a mountain with an opening on its top, from which melted rock and ash can be pushed out into the air

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "volcano"
inhospitable

harsh, providing an environment where life or growth is difficult or impossible

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inhospitable"
state of the art

the latest or most advanced level of technology, design, or knowledge in a particular field

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "state of the art"
secondhand

previously owned or used by someone else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "secondhand"
available

ready for being used or acquired

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "available"
handcrafted

made by hand using traditional or artisanal methods rather than by automated or mass-production processes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "handcrafted"
brand-new

having never been used or worn before

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "brand-new"
wear and tear

the gradual damage or deterioration that occurs to an object or property as a result of normal use or aging

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wear and tear"
on the market

used to refer to the availability of a product or property for purchase, sale, or rental

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "on the market"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek