pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 5 - Μάθημα 2

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 5 - Μάθημα 2 στο βιβλίο μαθημάτων Total English Advanced, όπως "φιλανθρωπία", "επένδυση", "εξάλειψη" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
from rags to riches

used to refer to the action of rising from the depth of poverty to the highest of riches

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "from rags to riches"
philanthropy

the activity of helping people, particularly financially

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "philanthropy"
charity

an organization that helps those in need by giving them money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charity"
interest

the cost of borrowing money, usually expressed as a percentage of the amount borrowed

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "interest"
to invest

to buy houses, shares, lands, etc. with the hope of gaining a profit

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to invest"
to dedicate

to give all or most of one's time, effort, or resources to a particular activity, cause, or person

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to dedicate"
fund

a sum of money that is collected and saved for a particular purpose

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fund"
to eradicate

to completely destroy something, particularly a problem or threat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eradicate"
donation

something that is voluntarily given to someone or an organization to help them, such as money, food, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "donation"
welfare

a financial aid provided by the government for people who are sick, unemployed, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "welfare"
to amass

to gather a large amount of money, knowledge, etc. gradually

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to amass"
fortune

a very large sum of money

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fortune"
to put back

to return something to its original place or position

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to put back"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek