pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 9 - Αναφορά

Εδώ θα βρείτε το λεξιλόγιο από την Ενότητα 9 - Αναφορά στο βιβλίο μαθημάτων Total English Advanced, όπως "abstract", "intriguing", "sympathetic" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
abstract

existing in thought or as an idea but not having a physical or concrete existence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abstract"
striking

very attractive in an unusual way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "striking"
avant-garde

innovative, experimental, or unconventional in style or approach, especially in the arts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "avant-garde"
tranquil

feeling calm and peaceful, without any disturbances or things that might be upsetting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tranquil"
colorful

having a lot of different and often bright colors

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "colorful"
plain

simple in design, without a specific pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plain"
traditional

belonging to or following the methods or thoughts that are old as opposed to new or different ones

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "traditional"
monochrome

(of a picture or photograph) containing or portraying images in black and white or different shades of a single color only

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "monochrome"
disturbing

causing feelings of unease, discomfort, or concern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "disturbing"
figurative

representing people, animals and objects and forms as they appear in the real world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "figurative"
dull

(of colors) not very bright or vibrant

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dull"
stunning

very beautiful, attractive, or impressive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stunning"
taste

the ability to recognize something with good quality or high standard, especially in art, style, beauty, etc., based on personal preferences

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "taste"
to be into somebody or something

to have a strong interest or attraction towards a particular person or thing

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be] into {sb/sth}"
one's cup of tea

a type of activity, subject, etc. that one is very good at or enjoys very much

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "{one's} cup of tea"
evocative

bringing strong memories, emotions, or images to mind

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "evocative"
intriguing

arousing interest and curiosity due to being strange or mysterious

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "intriguing"
quirky

characterized by peculiar or unconventional traits, often in an endearing or charming way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quirky"
cliched

lacking originality or freshness

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cliched"
breathtaking

incredibly impressive or beautiful, often leaving one feeling amazed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breathtaking"
novel

new and unlike anything else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "novel"
stereotype

a widely held but fixed and oversimplified image or idea of a particular type of person or thing

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stereotype"
unconventional

not following typical or commonly accepted practices or norms

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unconventional"
to break new ground

to start something new and innovative that sets an example or leads to significant advancements in a particular field or industry

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [break] (new|fresh|) ground"
to pique

to trigger a strong emotional reaction in someone, such as anger, resentment, or offense

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to pique"
curiosity

a strong wish to learn something or to know more about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curiosity"
to sit up and take notice

to suddenly become attentive or alert, often due to something surprising or remarkable

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [sit] up and [take] notice"
classic

simple, traditional, and appealing, with a timeless quality that stays in fashion regardless of trends

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classic"
classical

following a long-established, highly regarded, and standard form, style, or set of ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classical"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
possibility

the quality of having the capacity to improve, succeed, or develop into something in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possibility"
in the end

used to refer to the conclusion or outcome of a situation or event

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the end"
to fit into

to be accepted or integrated into a group of people who share a common cultural, social, or economic status

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fit into"
to suit

to be a good or acceptable match for someone or something's preferences, needs, or circumstances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suit"
vacation

a span of time which we do not work or go to school, and spend traveling or resting instead, particularly in a different city, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacation"
vacancy

(in a hotel, etc.) an available room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacancy"
propaganda

information and statements that are mostly biased and false and are used to promote a political cause or leader

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propaganda"
advertising

a paid announcement that draws public attention to a product or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advertising"
sensible

possessing or displaying good judgment and practicality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensible"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
at the moment

at the same time as what is being stated

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at the moment"
actually

used to emphasize a fact or the truth of a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actually"
friendly

kind and nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
sympathetic

showing care and understanding toward other people, especially when they are not feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sympathetic"
to assist

to help a person in performing a task, achieving a goal, or dealing with a problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assist"
to attend

to be present at a meeting, event, conference, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attend"
reunion

the act or process of coming together again after being separated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reunion"
meeting

an event in which people meet, either in person or online, to talk about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meeting"
to prove

to show that something is true through the use of evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prove"
to test

to take actions to check the quality, reliability, or performance of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to test"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek