pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 9 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 9 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Total English Advanced, όπως "propaganda", "sensitive", "fit into" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
reunion

the act or process of coming together again after being separated

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "reunion"
meeting

an event in which people meet, either in person or online, to talk about something

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meeting"
sympathetic

showing care and understanding toward other people, especially when they are not feeling good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sympathetic"
friendly

kind and nice toward other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "friendly"
sensitive

capable of understanding other people's emotions and caring for them

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensitive"
sensible

possessing or displaying good judgment and practicality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sensible"
to fit into

to be accepted or integrated into a group of people who share a common cultural, social, or economic status

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to fit into"
to suit

to be a good or acceptable match for someone or something's preferences, needs, or circumstances

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to suit"
possibility

the quality of having the capacity to improve, succeed, or develop into something in the future

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "possibility"
opportunity

a situation or a chance where doing or achieving something particular becomes possible or easier

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "opportunity"
to prove

to show that something is true through the use of evidence or facts

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to prove"
to test

to take actions to check the quality, reliability, or performance of something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to test"
at the moment

at the same time as what is being stated

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "at the moment"
actually

used to emphasize a fact or the truth of a situation

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actually"
propaganda

information and statements that are mostly biased and false and are used to promote a political cause or leader

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "propaganda"
advertising

a paid announcement that draws public attention to a product or service

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "advertising"
vacancy

(in a hotel, etc.) an available room

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacancy"
vacation

a span of time which we do not work or go to school, and spend traveling or resting instead, particularly in a different city, country, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vacation"
classic

simple, traditional, and appealing, with a timeless quality that stays in fashion regardless of trends

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classic"
classical

following a long-established, highly regarded, and standard form, style, or set of ideas

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "classical"
to assist

to help a person in performing a task, achieving a goal, or dealing with a problem

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to assist"
to attend

to be present at a meeting, event, conference, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to attend"
in the end

used to refer to the conclusion or outcome of a situation or event

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the end"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek