pattern

Βιβλίο Total English - Προχωρημένο - Ενότητα 6 - Λεξιλόγιο

Εδώ θα βρείτε τις λέξεις από την Ενότητα 6 - Λεξιλόγιο στο βιβλίο μαθημάτων Σύνολο Αγγλικών Προχωρημένων, όπως "παλιό χέρι", "σώσε το πρόσωπο", "έλα σε ένα κεφάλι" κ.λπ.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Total English - Advanced
to have one's hands full

to have a lot of work that needs to be dealt with

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] {one's} hands full"
old hand

(of a person) having extensive knowledge about or a lot of experience in a particular activity or job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "old hand"
to be run off one's feet

to have a lot of things that need to be done

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [be|get] (run|rushed) off {one's} feet"
to land on one's feet

to experience success or good fortune, particularly after a period of facing challenges or setbacks

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [land] on {one's} feet"
to come to a head

to become very dangerous or problematic in a way that demands immediate action

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [come] to a head"
to have a (good) head for something

to naturally excel at doing something

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] a (good|) head for {sth}"
to have one's (best) interests at heart

to show concern about someone, often someone who is in trouble, and do one's best to help them

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [have] {one's} (best|) interests at heart"
one's heart sink

used to express one's sadness or disappointment about something

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "{one's} heart [sink]"
to face the music

to accept and confront the punishment or consequence of one's wrongdoings or irresponsible actions

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [face] the music"
to save face

to take action or make a statement in order to avoid embarrassment, humiliation, or loss of respect

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to [save] face"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek