pattern

Ακαδημαϊκό IELTS (Επίπεδο 8 και Άνω) - Ενέργεια και Ισχύς

Εδώ, θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με την Ενέργεια και τη Δύναμη που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις Academic IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Vocabulary for Academic IELTS (8)
substation

a facility that transforms voltage levels and regulates electrical currents, typically situated in an electrical power distribution system

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "substation"
transformer

an electric device that is used to increase or decrease the voltage of an alternating current

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "transformer"
combustion

a chemical reaction between a fuel and an oxidizing agent, typically producing heat and light

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "combustion"
fracking

a method used to extract natural gas or oil from deep underground by injecting high-pressure fluid to fracture rock formations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fracking"
conduit

a pipe, tube, or channel that is used to protect, enclose, or route electrical wires, cables, or other utilities for the purpose of safe and organized transmission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conduit"
alternating current

an electric current that reverses direction periodically, typically used in power distribution systems due to its efficiency in long-distance transmission

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternating current"
alternative fuel

any fuel that can be used instead of fossil fuels

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative fuel"
biofuel

a type of fuel made from living matter, such as plants or waste, that can be used as a renewable energy source

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biofuel"
biogas

a gas, especially methane, that is produced as a result of the decomposition of animal or plant remains, which is used as fuel

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "biogas"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek