pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Κατάλυμα

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για Διαμονή, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
sublease

the act of renting a property to a tenant by someone who is a tenant himself

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sublease"
abode

a place where someone lives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "abode"
conservatory

a room with a roof and walls made of glass, often affixed to one side of a building, used for relaxing or growing plants in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "conservatory"
tenement

a large building consisting of several apartments, particularly in a poor neighborhood

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tenement"
deed

a legal document that a person signs, particularly one proving the fact that they own a property

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "deed"
quarters

living accommodations, often within a larger building, used by individuals or groups, such as military personnel or employees

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quarters"
dwelling

a place for living in, such as a house, apartment, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dwelling"
homestead

a house, especially a farmhouse, with the land and buildings surrounding it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homestead"
chateau

a large country house or mansion, typically of French origin, often associated with luxury, grandeur, and historical significance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chateau"
domicile

a place which is one's residence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "domicile"
hearth

a fireplace built into a wall where fires can be lit

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hearth"
haven

a place that provides safety, peace, and favorable living conditions for humans or animals

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "haven"
habitation

a place of residence, such as a house, apartment, or any other type of shelter

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "habitation"
hovel

a small house that is in an extremely poor condition

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hovel"
pied-a-terre

a small secondary residence, typically located in a city or urban area, that is used as a temporary or occasional dwelling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pied-a-terre"
lodgings

temporary accommodations, such as hotels, hostels, or rented rooms

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lodgings"
shanty

a small, simple cottage often constructed from basic materials

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shanty"
gazebo

a small roofed building with open sides, usually in a garden

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gazebo"
lean-to

a building of small size, such as a shed or garage, that shares a wall and roof with a building of larger size

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lean-to"
barracks

a building or a set of buildings for soldiers to live in

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barracks"
yurt

a circular portable tent, particularly used in Siberia and Mongolia

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yurt"
belvedere

a small structure, gallery, or summerhouse that usually has an open side and provides an excellent view

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "belvedere"
adobe house

a type of traditional dwelling made from sun-dried bricks, commonly found in arid and warm regions

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "adobe house"
cabana

a hut, shelter, or cabin, usually at a swimming pool or beach

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cabana"
ranch house

a single-story residential dwelling with a long, low profile and an open floor plan

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ranch house"
infill

the process of filling empty spaces in cities or neighborhoods within a built environment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "infill"
gentrification

the process of renovating a neighborhood, typically resulting in the displacement of lower-income residents due to rising rent prices

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gentrification"
slumlord

an owner of a house of land in a location where people are exceedingly poor and have really bad living conditions, who demands rents more than one can afford

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slumlord"
parlour

a sitting room in a house reserved especially for entertaining guests

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parlour"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek