pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C2 - Επαγγέλματα

Εδώ θα μάθετε όλες τις βασικές λέξεις για να μιλήσετε για Επαγγέλματα, που συλλέγονται ειδικά για μαθητές επιπέδου C2.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C2 Vocabulary
underwriter

a person or company that provides insurance services

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "underwriter"
stockbroker

a professional who buys and sells stocks, bonds, and other securities on behalf of clients, usually for a commission or fee

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stockbroker"
resource person

an individual with specialized knowledge in a particular area, often called upon to provide guidance or information

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resource person"
actuary

a person whose job is to assess and calculate financial risks that an insurance company might come across

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "actuary"
chieftain

a person who leads a group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chieftain"
glazier

a skilled tradesperson who specializes in cutting, installing, and replacing glass in various types of windows, doors, mirrors, and other architectural or decorative applications

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "glazier"
upholsterer

a person who is skilled at sewing coverings for furniture

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upholsterer"
rancher

a person who owns or runs a large farm in which cattle and other animals are raised

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rancher"
millwright

a person who is skilled at building and maintaining mills or mill machinaries

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "millwright"
custodian

a person whose job is to take care of a building such as a school, a block of flats, or an apartment building

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "custodian"
ombudsman

an agent appointed by the government to investigate and deal with the complaints made againts companies or other organizations

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ombudsman"
seamstress

a woman who sews clothes as her profession

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "seamstress"
concierge

someone who is employed by a hotel to help guests by booking events, making restaurant reservations, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concierge"
steeplejack

a person who climbs tall buildings in order to carry out repairs or cleaning

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "steeplejack"
Certified Public Accountant

an accountant who has fulfilled all the requirements and is licenced by the government

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Certified Public Accountant"
sinecure

a position that is not demanding or difficult but pays well

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sinecure"
obstetrician

a doctor who specializes in pregnancy, childbirth, and women's reproductive health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "obstetrician"
anesthesiologist

a doctor who specializes in giving anesthesia to patients and managing pain during surgery

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anesthesiologist"
oncologist

a doctor who specializes in treating cancer

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oncologist"
lexicographer

a person whose job is to write and edit a dictionary

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lexicographer"
cartographer

a person who designs or creates maps

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cartographer"
ornithologist

a scientist who specializes in the study of birds, including their behavior, ecology, and evolution

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ornithologist"
entomologist

a scientist who specializes in the study of insects, including their behavior, ecology, and classification

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "entomologist"
chiropractor

someone who treats diseases or physical problems by pressing or manipulating joints in the body

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chiropractor"
sociolinguist

a scholar who studies how society influences language use

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "sociolinguist"
aerospace engineer

a professional who designs, develops, and tests aircraft, spacecraft, and related systems and equipment

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "aerospace engineer"
epidemiologist

a professional who studies and analyzes the patterns, causes, and effects of diseases within populations to improve public health

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "epidemiologist"
longshoreman

a person who manages the loading and unloading of the ships at a seaport

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "longshoreman"
pamphleteer

someone who writes pamphlets, especially one who promotes partisan views on political issues

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pamphleteer"
mortician

someone who prepares dead bodies for burial or cremation and arranges funerals as their job

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mortician"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek