pattern

Αγγλικά και Γνώση του Κόσμου για το ACT - Ήχος και Μέγεθος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις που σχετίζονται με τον ήχο και το μέγεθος, όπως "bellow", "diminutive", "shriek" κ.λπ. που θα σας βοηθήσουν να κάνετε άσσο στα ACT σας.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
ACT Vocabulary for English and World Knowledge
blare

a sharp and piercing sound, typically from music, a horn, or other sources, often characterized by its intensity and lack of subtlety

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "blare"
rattle

a distinct and repetitive sound characterized by rapid and sharp vibrations, often caused by objects shaking or moving loosely

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rattle"
shriek

a sudden, high-pitched cry or scream that is sharp and piercing in nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shriek"
thrum

a continuous, low, vibrating sound, often rhythmic or steady in nature

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thrum"
gurgle

the gentle and rhythmic sound produced by liquid flowing or moving through a narrow passage, often with a bubbling or murmuring quality

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gurgle"
clang

a sharp sound made by metal objects hitting each other or a hard surface

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "clang"
crackle

the sharp, popping sound produced by the rapid expansion or combustion of materials, often associated with fire or heating

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crackle"
bellow

a deep, loud, and resonant sound, often produced by a human or an animal, conveying strength or intensity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bellow"
creak

a high-pitched, squeaking sound, typically produced by something wooden or metallic when under pressure or movement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "creak"
ruckus

a noisy argument or activity

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ruckus"
cadence

the rhythm or flow of sound in speech or music, often characterized by the rise and fall of pitch and the length of syllables or notes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cadence"
pitch

the perceived highness or lowness of a sound, determined by the frequency of the sound waves

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "pitch"
rhythm

a strong repeated pattern of musical notes or sounds

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rhythm"
to reverberate

to resound or echo with a deep, prolonged sound, often creating a lasting impression or effect

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to reverberate"
to jangle

to produce a discordant, harsh, and ringing sound, typically caused by the clashing or rattling of metallic objects

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to jangle"
grandiose

overly impressive in size or appearance, often to the point of being excessive or showy in a negative way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grandiose"
minuscule

incredibly small in size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "minuscule"
diminutive

much smaller than what is normal

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "diminutive"
gigantic

extremely large in size or extent

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gigantic"
enormous

extremely large in physical dimensions

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enormous"
lofty

(of a mountain, building, etc.) very tall and outstanding

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lofty"
microscopic

too small to be seen with the naked eye

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "microscopic"
oversized

larger than the standard or usual size

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "oversized"
massive

extremely large, heavy, or solid

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "massive"
unimposing

not impressive, significant, or noteworthy in appearance, size, or manner

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "unimposing"
miniature

much smaller in scale or size compared to the usual form

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "miniature"
magnitude

the measurable size of phenomena such as distance, mass, speed, luminosity, etc. based on quantitative scale

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnitude"
to inflate

to expand or become swollen with air or gas

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to inflate"
to deflate

to release and empty air or gas from a container, causing it to become less inflated

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deflate"
to contract

to become smaller, narrower, or tighter

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to contract"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek