pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Προβλήματα και Λύσεις

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για προβλήματα και λύσεις, όπως «ζημιά», «τάκλιν», «πανάκεια» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
complication

something that makes a situation or process hard to understand or deal with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "complication"
crisis

a period of serious difficulty or danger that requires immediate action

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "crisis"
predicament

a difficult or unpleasant situation that is hard to deal with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "predicament"
to damage

to physically harm something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to damage"
to deteriorate

to decline in quality, condition, or overall state

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to deteriorate"
to address

to think about a problem or an issue and start to deal with it

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to address"
to alleviate

to reduce from the difficulty or intensity of a problem, issue, etc.

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to alleviate"
to approach

to begin to tackle or deal with a problem, issue, etc. in a particular way

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to approach"
to eradicate

to completely destroy something, particularly a problem or threat

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to eradicate"
to intervene

to intentionally become involved in a difficult situation in order to improve it or prevent it from getting worse

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to intervene"
to react

to act or behave in a particular way in response to something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to react"
to repair

to fix something that is damaged, broken, or not working properly

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to repair"
to tackle

to try to deal with a difficult problem or situation in a determined manner

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to tackle"
solution

a way in which a problem can be solved or dealt with

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solution"
compromise

a middle state between two opposing situations that is reached by slightly changing both of them, so that they can coexist

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "compromise"
remedy

a means of correcting or eliminating a problem, harm, or undesirable situation

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "remedy"
to cure

to solve a problem or deal with an issue

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to cure"
resolution

the act of resolving a problem or disagreement

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "resolution"
way out

a way to solve a problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "way out"
fix

an easy or temporary way to solve a problem or correct an error

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fix"
answer

a solution to a problem or a way out of a predicament

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "answer"
alternative

available as an option for something else

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternative"
arbitral

relating to the official process of settling a dispute, called arbitration

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "arbitral"
concession

something that is done, allowed, or allowed to have in order to put an end to a disagreement; the act of giving or allowing this

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "concession"
corrective

intended or designed to improve or correct a bad or undesirable situation

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "corrective"
cure-all

a solution to any possible problem

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cure-all"
panacea

a comprehensive solution that is believed to tackle every issue

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "panacea"
problem solving

the act or process of finding ways of doing things or solving complicated problems

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "problem solving"
process of elimination

a way of finding an answer or solution by omitting all the other options until only one is left

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "process of elimination"
ADR

(in law) a method of settling a legal case between two parties without going to the court; the use of methods other than litigation to resolve a dispute

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ADR"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek