pattern

Λεξιλόγιο για το IELTS (Γενικά) - Τρόποι ζωής

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τον τρόπο ζωής, όπως «drifter», «living», «existence» κ.λπ. που χρειάζονται για τις εξετάσεις IELTS.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
Words for General IELTS
bohemian

following an unconventional style, typically being involved in arts

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bohemian"
drifter

a person who moves from place to place, without a permanent job or place of residence

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "drifter"
free spirit

a person who lives life independently and not according to the norms or customs of the society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "free spirit"
hippie

a person who is associated with a subculture of rejecting social conventions and opposing violence, especially in 1960s

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hippie"
nomad

a member of a community that depending on the season moves from place to place with their livestock

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nomad"
austere

describing a lifestyle that is simple without being enjoyable or pleasing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "austere"
enclosed

(of a community or lifestyle) lacking communication with the outside world

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "enclosed"
inactive

not engaging in physical activity or exercise

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "inactive"
living

the particular way someone lives

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "living"
outdoorsy

(of a person) having a fondness for outdoor activities and spending time in nature

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "outdoorsy"
rootless

having no home or not belonging to any particular community

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rootless"
private

used by or belonging to only a particular individual, group, institution, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "private"
settled

fixed in a desired state or location, often implying a sense of permanence or stability

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "settled"
social

being fond of living with other people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "social"
suburban

characteristic of or relating to a residential area outside a city or town

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suburban"
lifestyle

a type of life that a person or group is living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lifestyle"
existence

a particular way of living

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "existence"
way of life

a set of values, rules, standards, and principles typical to a person or group

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "way of life"
standard of living

the level of wealth, welfare, comfort, and necessities available to an individual, group, country, etc.

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "standard of living"
to drop out

to stop going to school, university, or college before finishing one's studies

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to drop out"
to follow

to conform and adhere to the principles, practices, or guidelines established by someone or something

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to follow"
to lead

to experience a particular kind of life

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to lead"
to settle

to follow a more secure and stable lifestyle with a permanent job and home

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to settle"
tradition

an established way of thinking or doing something among a specific group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tradition"
manners

the behaviors and customs particular to a society

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "manners"
to practise

to do something such as a habit, custom, etc. routinely

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to practise"
regulation

in accordance with the established rules, customs, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "regulation"
meme

a cultural feature that is passed from one generation to another based on imitation and not genetic inheritance

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "meme"
rolling stone

a person who follows an unsettled way of life with no permanent job or home

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "rolling stone"
New Age

based on or connected with alternative approaches to spirituality, medicine, etc. and refusing to accept the Western standard and mainstream culture

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "New Age"
all-American

having all the positive qualities that are considered to be American, such as being healthy or working hard

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "all-American"
to grow into

to develop gradually and become a particular type of person or thing

[ρήμα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to grow into"
custom

a way of behaving or of doing something that is widely accepted in a society or among a specific group of people

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "custom"
when in Rome, do as the Romans do

used to advise individuals to adapt to local customs and practices when in an unfamiliar situation or culture

[πρόταση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "when in Rome, do as the Romans do"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek