pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - χρόνος

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για το χρόνο, όπως «προηγουμένως», «ακαθόριστο», «στιγμιαίο» κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές Γ1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
beforehand

before an event or an action

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beforehand"
forthcoming

referring to an event or occurrence that is about to happen very soon

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "forthcoming"
chronologically

in the order in which events, actions, or items occurred, following a timeline or sequence

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chronologically"
indefinitely

for an unspecified period of time

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "indefinitely"
to date

up until now

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "to date"
for the time being

for a limited period, usually until a certain condition changes

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "for the time being"
from time to time

without a fixed schedule or pattern

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "from time to time"
in due course

at the appropriate or expected time, without rushing or delay

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in due (course|time)"
yearlong

continuing the whole year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yearlong"
instant

a certain or exact point in time

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "instant"
spell

a short period of time of something particular

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "spell"
chapter

a specific period of time in history or in someone's life

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "chapter"
dusk

the time after sun sets that is not yet completely dark

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "dusk"
eternity

time that is endless

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eternity"
midsummer

the middle part of summer when it is hottest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midsummer"
midwinter

the middle part of winter when it is coldest

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "midwinter"
solstice

either of the two times of the year when the sun reaches its farthest or closest distance from the equator

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "solstice"
quarter

a period of three months, typically used in financial contexts

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quarter"
leap year

a year in every four years that has 366 days instead of 365

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leap year"
alternate

done or happening every other time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alternate"
continual

happening repeatedly or continuously in an annoying or problematic way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "continual"
consecutive

continuously happening one after another

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "consecutive"
successive

happening one after another, in an uninterrupted sequence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "successive"
eternal

continuing or existing forever

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eternal"
eventual

happening at the end of a process or a particular period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "eventual"
imminent

(particularly of something unpleasant) likely to take place in the near future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "imminent"
lengthy

continuing for too long

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lengthy"
occasional

happening or done from time to time, without a consistent pattern

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "occasional"
prospective

likely to become a reality in the future

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "prospective"
simultaneous

taking place at precisely the same time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "simultaneous"
latter

closest to the end of a particular period of time, event, etc.

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "latter"
nightly

occurring every night

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "nightly"
yearly

appearing, made, or happening once a year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "yearly"
year-round

happening the whole year

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "year-round"
extension

a period of time added to something to prolong it

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "extension"
around the clock

non-stop and continuing through the whole day and night

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "around the clock"
get-go

a point in time when something begins or is started

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "get-go"
longstanding

having persisted or existed for a significant amount of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "longstanding"
longtime

(of a thing) having existed or been in use for a significant period of time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "longtime"
anno Domini

used to refer to a date that is after the birth of Jesus Christ

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "anno Domini"
in the same breath

used when something happens almost at the same time as another

[φράση]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "in the (same|next) breath"
before Christ

marking the years before Christ's supposed birth

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "before Christ"
Common Era

used with a date to refer to things happened or existed after the birth of Christ

[επίρρημα]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "Common Era"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek