pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Εμφάνιση

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για την εμφάνιση, όπως "delicate", "hideous", "slender" κ.λπ. προετοιμασμένες για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
beauty salon

a place where a person can have their make-up done or receive hair, face, etc. treatments to look more attractive

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "beauty salon"
alike

(of two or more things or people) having qualities, characteristics, appearances, etc. that are very similar but not identical

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alike"
awkward

moving uncomfortably in a way that lacks grace and confidence

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "awkward"
delicate

small and attractive in shape, structure, or appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "delicate"
graceful

moving or behaving in an elegant, pleasing, and attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "graceful"
elegant

(of a person) attractive, stylish, or beautiful

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "elegant"
mature

fully-grown and physically developed

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mature"
hideous

ugly and extremely unpleasant to the sight

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "hideous"
scruffy

(of a man's face) not having been shaved for a long time

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "scruffy"
shabby

(of a person) dressed in worn and old clothes

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shabby"
suntanned

(of a person's skin) having a dark color after being exposed to the sun

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "suntanned"
upright

(of a person) standing or sitting with a straight back

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "upright"
slender

(of a person or body part) attractively thin

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "slender"
buff

(of a person) physically attractive with large muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "buff"
muscular

(of a person) powerful with large well-developed muscles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "muscular"
big-boned

(of a person) large but not fat

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "big-boned"
stout

(of a person) slightly fat and heavy

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stout"
grotesque

very ugly in a strange or funny way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "grotesque"
homely

(of a person) not very attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "homely"
presentable

(of a person's appearance) clean and attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "presentable"
appealing

pleasing and likely to arouse interest or desire

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "appealing"
alluring

mysteriously attractive or exciting

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "alluring"
magnificent

extremely impressive and attractive

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "magnificent"
charming

having an attractive and pleasing quality

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "charming"
striking

very attractive in an unusual way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "striking"
superb

extremely good

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "superb"
terrific

extremely great and amazing

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "terrific"
youthful

having the characteristics that are typical of young people

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "youthful"
wrinkly

having many wrinkles

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "wrinkly"
petite

(of a woman) small in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "petite"
shapely

(of a woman's body) having curves in an attractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "shapely"
plump

(of a person) having a pleasantly rounded and slightly full-bodied appearance

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "plump"
curvy

(of a woman's body) attractive because of having curves

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "curvy"
gross

fat in an unattractive way

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gross"
godlike

owning extraordinary qualities in a way that resembles those of God or a god

[επίθετο]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "godlike"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek