pattern

Λίστα Λέξεων Επιπέδου C1 - Τρόφιμα και Συστατικά

Εδώ θα μάθετε μερικές αγγλικές λέξεις για τα τρόφιμα και τα συστατικά, όπως "asparagus", "leek", "lentil" κ.λπ. που προετοιμάζονται για μαθητές C1.

review-disable

Ανασκόπηση

flashcard-disable

Κάρτες

spelling-disable

Ορθογραφία

quiz-disable

Κουίζ

Ξεκινήστε να μαθαίνετε
CEFR C1 Vocabulary
artichoke

a round green vegetable with a cluster of thick green leaves that form a bud, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "artichoke"
asparagus

a long green vegetable with edible stems, used in cooking or eaten raw

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "asparagus"
basil

a plant of the mint family with aromatic leaves that are eaten raw or cooked

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "basil"
bell pepper

a small hollow fruit, typically red or green, etc., used in cooking or eaten raw

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bell pepper"
cauliflower

the flower head of a plant from the cabbage family that is white in color and is eaten as a vegetable

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "cauliflower"
fennel

a plant with feathery leaves and a round thick stem, used as a vegetable or for adding flavor to food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fennel"
ginger

a thick and spicy root with pale brown color used as a seasoning in cooking, particularly in powder form

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "ginger"
leek

a plant of the onion family with layers of green leaves and a white stem, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "leek"
okra

a type of vegetable with long green seed cases, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "okra"
parsley

an aromatic plant with curly green leaves, used for garnishing food or in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "parsley"
turnip

a root vegetable with creamy flesh and white and purple skin, used in cooking

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "turnip"
thyme

a plant having small aromatic leaves used for flavoring food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "thyme"
lentil

a small, round, and often dried seed that is high in protein and is used for cooking soups, stews, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lentil"
baked goods

food that is made by baking a batter or dough in an oven

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "baked goods"
breadcrumbs

very small pieces of bread, used in cooking especially for coating items of food before frying

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "breadcrumbs"
bun

a small bread roll that is round and flat in shape

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "bun"
barbecue sauce

a sauce made with tomatoes, garlic, onion, vinegar, etc. that is usually served with barbecued food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "barbecue sauce"
fish stick

a piece of fish fillet coated with breadcrumbs and then fried

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "fish stick"
tofu

a soft white food made with mashed soybean

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tofu"
currant

a small, dark, and dried grape that does not have seeds, particularly used in cakes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "currant"
gooseberry

a small yellowish-green or red fruit with a sharp flavor, growing on thorny bushes

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "gooseberry"
guava

a tropical fruit with pink juicy flesh, native to Mexico and Central America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "guava"
persimmon

a tomato-like fruit with orange skin that is bittersweet in taste

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "persimmon"
quince

a yellow and hard fruit that looks like a pear and has a sweet smell, particularly used for making jam or jelly

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "quince"
passion fruit

a type of tropical fruit whose skin is purple in color and has many seeds within, native to South America

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "passion fruit"
kumquat

a small orange-like fruit with sweet skin and bitter-tasting flesh

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "kumquat"
lasagna

a type of dish made with layers of lasagna topped with meat or vegetables and sauce and then cooked, originated in Italy

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "lasagna"
poultry

meat of chickens, turkeys, and ducks

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "poultry"
stew

a dish of vegetables or meat cooked at a low temperature in liquid in a closed container

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "stew"
marmalade

a sweetened food made from cooked lemons, oranges, etc., used as a spread or filling

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "marmalade"
mousse

a cold dessert with a smooth fluffy texture and with chocolate, fruit, etc.

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "mousse"
tart

a pie with no top filled with something sweet or savory

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "tart"
syrup

a thick sweet liquid made with sugar that is often used as a sauce

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "syrup"
vanilla

a type of flavor that is artificially made or is obtained from the beans of a tropical plant that adds a sweet taste and smell to the food

[ουσιαστικό]
daily words
wordlist
Κλείσιμο
Σύνδεση
Ορισμός και Σημασία του "vanilla"
LanGeek
Λήψη εφαρμογής LanGeek